Είναι σημαντικό να διευκρινιστεί πως τα θετικά αποτελέσματα της τελευταίας τετραετίας δεν εμφανίστηκαν απλώς και μόνο λόγω του κορωνοϊού. Αφενός, προϋπήρξε πολύμηνος σχεδιασμός που οδήγησε στη φαινομενικά άμεση απόκριση του κράτους σε συνθήκες κρίσης (π.χ. gov.gr, ψηφιακή υπεύθυνη δήλωση κλπ.) τα οποία σχεδιάστηκαν και αναπτύχθηκαν από το Εθνικό Δίκτυο Υποδομών Τεχνολογίας και Έρευνας, grnet.gr. Αφετέρου, υπήρχαν κεντρικά πληροφοριακά συστήματα που μπορούσαν πλέον να αξιοποιηθούν με πολλαπλασιαστικά οφέλη και να προχωρήσει η ανάπτυξη υπηρεσιών (π.χ. άυλη συνταγογράφηση ψηφιακή ταυτοποίηση μέσω Taxisnet, κ.λπ.).
Οι επισημάνσεις αυτές αναδεικνύουν δύο βασικές πλευρές της παρούσας φάσης εξέλιξης της ψηφιακής πολιτικής στην Ελλάδα: Πρώτον, ότι για να συνεχιστούν οι “γρήγορες νίκες” (quick wins) στον ψηφιακό μετασχηματισμό του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, θα πρέπει να υιοθετηθούν ευέλικτες μεθοδολογίες, συμμετοχικός σχεδιασμός και υλοποίηση με ανοιχτά πρότυπα και ανοιχτό λογισμικό. Έργα, νομοθετικές παρεμβάσεις και πολιτικές που είχαν αρχίσει να υλοποιούνται από τις προηγούμενες δεκαετίες κωδικοποιήθηκαν το 2012 στον πρώτο ολοκληρωμένο νόμο για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση (Ν.4098/2012) και συνέβαλαν στην ωρίμανση και υλοποίηση των “quick wins“.
Δεύτερον, πλέον βρισκόμαστε στο σημείο όπου ως κεντρικό ζητούμενο καθίσταται η διάρκεια και συνέχεια της ψηφιακής πολιτικής, η τεχνολογική και επιχειρησιακή συνέχεια, καθώς και η ανθεκτικότητα των πληροφοριακών συστημάτων έναντι των πολλαπλών απειλών που εμφανίζονται πλέον με μεγάλη ένταση και εκτεταμένη κάλυψη.
Η αξία της εξαγωγής δεδομένων αποτελεί ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του ψηφιακού οικοσυστήματος. Η ακεραιότητα και ανθεκτικότητα είναι πλέον απαραίτητες τόσο για την ακεραιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών όσο και για τη διασφάλιση και προστασία των ίδιων των δημοκρατικών θεσμών μας. Υπό αυτό το πρίσμα, η ασφάλεια και η ανοικτότητα των συστημάτων πρέπει να αντιμετωπίζονται ως δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος της ανθεκτικότητας, ενώ ο ανοικτός συμμετοχικός ανασχεδιασμός των κεντρικών πληροφοριακών συστημάτων του κράτους θα πρέπει να αναδειχθεί ως κεντρικός στόχος της εθνικής ψηφιακής πολιτικής.
Παρά το θετικό κλίμα που έχει διαμορφωθεί την τελευταία τετραετία με τις λίγες αλλά πλήρως ψηφιοποιημένες υπηρεσίες που παρέχονται μέσω του gov.gr και δεν απαιτούν προσωπική επίσκεψη σε δημόσια υπηρεσία, η Ελλάδα παραμένει στις τελευταίες θέσεις μεταξύ των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για τον πολύ απλό λόγο ότι πρέπει να σχεδιάζουμε, υλοποιούμε και υποστηρίζουμε τη λειτουργία και τη χρήση ψηφιακών υπηρεσιών με πολύ πιο γρήγορους ρυθμούς από τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου να φτάσουμε στον μέσο όρο των χωρών μελών της ΕΕ.
Δυστυχώς, τα δομικά προβλήματα που χαρακτήριζαν τη μεγάλη πλειονότητα των έργων πληροφορικής τις τελευταίες δεκαετίες παραμένουν και ενισχύονται λόγω του σημαντικού προϋπολογισμού που διατίθενται από κοινοτικούς και εθνικούς πόρους.
Το βασικότερο πρόβλημα είναι ότι η πλειονότητα των έργων σχεδιάζεται πρόχειρα και με αδιαφάνεια για να εξυπηρετηθούν συγκεκριμένοι προμηθευτές και όχι το δημόσιο συμφέρον. Αν δεν ανατραπεί αυτή η κατάσταση, όπου “σύμβουλοι” με μικρή ή καθόλου εμπειρία σχεδιάζουν “κατά παραγγελία” έργα πληροφορικής, κινδυνεύουμε να χαθεί η μεγαλύτερη ευκαιρία που έχουμε από τη σκοπιά των διαθέσιμων πόρων, περίπου 7 δισεκ. ευρώ, δηλαδή όσα συνολικά δαπανήθηκαν σε έργα πληροφορικής την τελευταία εικοσαετία.
Χρειάζονται τολμηρά βήματα για να ανατραπεί αυτή η κατάσταση, και το πρώτο βήμα είναι η ενεργή συμμετοχή των ίδιων των τελικών χρηστών των ψηφιακών υπηρεσιών και συστημάτων, η οποία έχει ιδιαίτερη σημασία. Δεν είναι μόνο ένας βαθύς δημοκρατικός τρόπος λειτουργίας της ψηφιακής πολιτικής, αλλά είναι επίσης συμβατός με τις ευέλικτες και σύγχρονες τεχνολογίες και μεθόδους ανάπτυξης λογισμικού, ήδη από τα πρώτα στάδια ανάλυσης και (συνεργατικού) σχεδιασμού του. Με αυτόν τον τρόπο ενισχύεται ο πολιτο-κεντρικός σχεδιασμός των ψηφιακών υπηρεσιών (και ο χρήστο-κεντρικός των συστημάτων), ο οποίος είναι βασικό ζητούμενο για μια ευρεία και ανοιχτή ψηφιακή διακυβέρνηση.
Το δεύτερο βήμα είναι η εφαρμογή μιας ψηφιακής πολιτικής που δεν θα υποφέρει από ιδεοληψίες περί “άκριτης ελεύθερης αγοράς” ή αντιστρόφως από μη ρεαλιστικό “απόλυτο, κρατικό και μόνο έλεγχο”, επιτρέποντας τον συμπληρωματικό ρόλο του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Ο ρυθμιστικός ρόλος του κράτους μπορεί να υλοποιηθεί άμεσα μέσω των κρατικών προμηθειών, αρκεί τα έργα να σχεδιάζονται χωρίς προκαθορισμένες προδιαγραφές και να αξιολογούνται με διαφάνεια. Ο δημόσιος τομέας στην Ελλάδα δεν έχει ανάγκη από φαραωνικά έργα (όπως το ΣΥΖΕΥΞΙΣ, το egov ERP, το egov CRM, κλπ.), αλλά κυρίως από ποιοτική τεχνική υποστήριξη για τον ανασχεδιασμό, την αναβάθμιση, τη λειτουργία και τη χρήση των πληροφοριακών συστημάτων που χρειάζεται για να λειτουργήσει αποτελεσματικά κάθε δημόσια υπηρεσία.
*Ο Θεόδωρος Καρούνος είναι Ερευνητής στο ΕΜΠ, μέλος του ΔΣ του Οργανισμού Ανοιχτών Τεχνολογιών (ΕΕΛΛΑΚ).