“Οι στρατηγικές αδυναμίες της ελληνικής  κεντρο-αριστεράς και η αποτυχία της στις ευρωεκλογές”, του Θεόδωρου Ν. Τσέκου*

1. Οι ανεπαρκείς επιδόσεις της Κεντροαριστεράς…

Στις ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου η Νέα Δημοκρατία με τις 1.125.602 ψήφους που έλαβε βρίσκεται στο ιστορικά χαμηλότερο επίπεδό της  όχι μόνο  για τις ευρωεκλογές αλλά για τις κάθε είδους εκλογικές αναμετρήσεις από ιδρύσεώς της. Σε απόλυτους αριθμούς περίπου 1.000.000 ψηφοφόροι του κυβερνώντος κόμματος κατά τις τελευταίες εθνικές εκλογές αρνήθηκαν, ένα χρόνο μετά, να το ξαναψηφίσουν , είτε επιλέγοντας άλλο κόμμα, είτε απέχοντας. Το γεγονός αυτό  σηματοδοτεί μια σημαντική πολιτική υποχώρηση.

Η υποχώρηση αυτή του κυβερνώντος κόμματος δεν μετατράπηκε, όπως θα ανέμενε κανείς, σε νίκη της αντιπολίτευσης. Αντί αύξησης ψήφων υπήρξε απώλεια. Αντί ενίσχυσης υπήρξε αποδυνάμωση. Ο ΣΥΡΙΖΑ απώλεσε 336.880 ψήφους σε σχέση με τις εθνικές εκλογές του 2023. Το δε ΠΑΣΟΚ παρά την ποσοστιαία αύξηση κατά τι λιγότερο από μία μονάδα (0,95),  σε επίπεδο εκλογέων υπέστη μείωση 109.079 ψήφων σε σχέση με πέρσι (617.487 στις εθνικές του 2023 έναντι 508.399 στις πρόσφατες ευρωεκλογές).

Συνολικά, παρά την εκ μέρους τους σύνδεση της ψήφου με κρίσιμα εθνικά διακυβεύματα (ή ίσως εξ αιτίας της σύνδεσης αυτής) και τα τρία κόμματα του «τόξου της διακυβέρνησης»   (το κυβερνητικό, το της μείζονος  και το μεγαλύτερο της ελάσσονος αντιπολίτευσης) υπέστησαν εκλογικές απώλειες. Και για το μεν κυβερνητικό κόμμα, μετά από πέντε χρόνια άσκησης της εξουσίας κάτι τέτοιο ήταν αναμενόμενο. Για τα δύο κύρια αντιπολιτευόμενα κόμματα όμως, τα οποία ανήκουν στον -ή διεκδικούν τον- χώρο της κεντροαριστεράς, το λογικά αναμενόμενο θα ήταν να καρπωθούν τις κυβερνητικές απώλειες. Το ότι δεν το κατόρθωσαν αποτελεί αποτυχία ακόμη μεγαλύτερη από την (σημαντική) πτώση του κυβερνώντος κόμματος. Διότι είναι στην ίδια την λογική της κοινοβουλευτικής λειτουργίας τα «κυβερνητικά» κόμματα να συνδέονται ως συγκοινωνούντα δοχεία: το ένα να απορροφά την δυσαρέσκεια που προκαλείται από την διακυβέρνηση του άλλου. Όμως στην περίπτωση των πρόσφατων ευρωεκλογών η δυσαρέσκεια κατευθύνθηκε σε μικρότερα κόμματα ευρισκόμενα ταυτόχρονα αριστερότερα και δεξιότερα του «τόξου διακυβέρνησης» ή προς την αποχή.

Η αύξηση της αποχής δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως έκφραση αδιαφορίας ή βαρεμάρας. Για όσους επέλεξαν τώρα να απόσχουν ενώ είχαν συμμετάσχει στις προηγούμενες εκλογές συνιστά συνειδητή πολιτική επιλογή με την μορφή της «αποχής διαμαρτυρίας».

Την ίδια λειτουργία επιτελεί και η «ψήφος τιμωρίας» προς μικρά κόμματα. Τα μικρότερα κόμματα εμφανίστηκαν προφανώς όχι ως δυνάμεις με προοπτική διακυβέρνησης αλλά ως επιλογές καταγγελίας, αποδοκιμασίας, αντίστασης και «ενόχλησης» των δυνάμεων του συμβατικού «κυβερνητισμού», κεντρο-δεξιάς ή κεντρο-αριστερής απόκλισης. Η ψήφος δυσαρέσκειας κατευθύνθηκε -με εξαίρεση το ΚΚΕ- κυρίως σε κόμματα διαμαρτυρίας, προσωποπαγή και προσωρινά.

  1. … Και τα δομικά της προβλήματα.

Είναι ξεκάθαρο λοιπόν ότι οι πρόσφατες ευρωεκλογές δεν έλαβαν χώρα με όρους «παιγνίου μηδενικού αθροίσματος» (δηλαδή οι απώλειες του ενός κόμματος δεν μετατράπηκαν σε κέρδη του άλλου) , όπως κατά κανόνα συμβαίνει σε «αποκρυσταλλωμένα» πολιτικά συστήματα με δύο εναλλακτικούς πόλους διακυβέρνησης.  Βλέπουμε σε ένα πλαίσιο πολιτικής ρευστότητας το αφήγημα του κυβερνώντος κόμματος να ξεθωριάζει , χωρίς όμως ταυτόχρονα να ενισχύεται το αντίπαλο αφήγημα , αυτό της αντιπολίτευσης.

Και τούτο δεν συνέβη  μόνο μεταξύ των δύο βασικών κομμάτων της διακυβέρνησης, του κυβερνώντος και εκείνου της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δηλαδή σε επίπεδο δικομματισμού  (ο οποίος  είχε καταρρεύσει την μνημονιακή περίοδο, φάνηκε προσωρινά να ανακάμπτει με την καθιέρωση του ΣΥΡΙΖΑ ως δεύτερου πόλου,  αλλά τώρα μοιάζει, με την κρίση του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης,  να αποσυντίθεται εκ νέου).

Ακόμη χειρότερα, η απουσία εναλλακτικής είναι ορατή σε επίπεδο συνολικής παράταξης, σε επίπεδο δηλαδή της ευρύτερης πολιτικο-ιδεολογικής οικογένειας. Η κατακερματισμένη κεντρο-αριστερά πέραν των εσωτερικών της αντιθέσεων και ανταγωνισμών (ή και εξ αιτίας αυτών) αδυνατεί να αναπτύξει ένα συνεκτικό πολιτικό όραμα και να αρθρώσει ένα πειστικό κυβερνητικό λόγο. Οι αιτίες για αυτό δεν είναι συγκυριακές, δεν προκύπτουν απλώς από οργανωτικές αδυναμίες ή ανεπάρκειες προσώπων. Είναι δομικές:

α. Η ιδεολογική και πολιτική ανομοιογένεια του ευρύτερου κεντροαριστερού χώρου

Η απουσία ενιαίου και σύγχρονου κεντροαριστερού αφηγήματος οφείλεται κατ’ αρχήν στην ιδεολογική και πολιτική ανομοιογένεια του ευρύτερου χώρου. Οι περισσότεροι σχηματισμοί του διακηρύσσουν την φιλοδοξία τους να συσπειρώσουν δυνάμεις από ένα ευρύτατο φάσμα που ξεκινά από το “προοδευτικό κέντρο”, περνά από την σοσιαλδημοκρατία, καλύπτει την πολιτική οικολογία, συμπεριλαμβάνει τους (αριστερούς) σοσιαλιστές και καταλήγει στην ανανεωτική αριστερά (προερχόμενη από την πάλαι ποτέ κομμουνιστική ανανέωση). Μια τέτοια φιλοδοξία, χωρίς προηγούμενη ιδεολογική και προγραμματική αποσαφήνιση, εστιάζει μεν στην μέγιστη δυνατή συσπείρωση δυνάμεων που βρίσκονται στα αριστερά της Νέας Δημοκρατίας αλλά καταλήγει στην απουσία συγκεκριμένου πολιτικού στίγματος και την σύγχυση γύρω από την πολιτική προοπτική. Ότι πιθανόν μπορεί να κερδηθεί σε επίπεδο ευρύτητας του μηνύματος χάνεται στη συνέχεια εξ αιτίας της ασάφειάς του.

Σημαντικά ζητήματα πολιτικής όπως οι βαθμοί αυτονομίας της αγοράς και οι διαδικασίες υπαγωγής της στο δημόσιο συμφέρον, δηλαδή η ρύθμιση, ο έλεγχος και η αναδιανομή δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο συστηματικού διαλόγου και ξεκαθαρίσματος.

Στον ευρύτερο χώρο της κεντροαριστεράς εντάσσονται δυνάμεις από τις παρυφές του «κέντρου», προερχόμενες π.χ. από το εγχείρημα του «Ποταμιού» αλλά και από κάποιες τάσεις (όχι όλες) του πασοκικού εκσυγχρονισμού , οι οποίες συντάσσονται με το αφήγημα του «αντικρατισμού» και αναζητούν λύσεις κυρίως στην απελευθέρωση της αγοράς και στον περιορισμό των παρεμβάσεων της δημόσιας εξουσίας, την οποία ταυτίζουν με τον κρατικοδίαιτο πελατειασμό και συνδικαλισμό.

Στο άλλο άκρο του φάσματος υπάρχουν δυνάμεις με αναφορά στον μαρξισμό (ορθότερα σε αναγνώσεις του  μαρξισμού) επαγγελλόμενες κάποιες -αδιευκρίνιστες- μορφές σοσιαλισμού και μια -εξίσου αδιευκρίνιστη- πορεία «ρήξεων» και «ανατροπών» προς αυτόν.

Άλλα κεφαλαιώδη ζητήματα όπως η στάση απέναντι σε κρίσιμα θέματα γεωπολιτικής, περιφερειακά και ευρύτερα, οι προοπτικές της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, τα δικαιώματα ο δικαιωματισμός και τα όριά του και πολλά άλλα, αγνοούνται και οι σημαντικότατες διάφορες αντιλήψεων επ’ αυτων μεταξύ των τάσεων της κεντροαριστεράς, κρύβονται κάτω από το χαλί.

Το χειρότερο είναι ότι οι τάσεις αυτές που σε πολλά κρίσιμα ζητήματα έχουν διαφορετικές θέσεις και προτάσεις, αντικρουόμενα  οράματα και εν τέλει αντιδιαμετρικές προοπτικές συνυπάρχουν όχι ως διαφορετικά πολιτικά σχήματα μέσα στην ευρύτερη παράταξη, αλλά ως ιδεολογικές (και ενίοτε ως οργανωτικές) τάσεις μέσα στα ίδια κόμματα. Αν ίσχυε το πρώτο θα μπορούσαν να συμφωνήσουν σε ένα ελάχιστο κοινό πρόγραμμα διακυβέρνησης. Ένα τέτοιο πρόγραμμα που για τους μεν θα αποτελούσε την τελική επιδίωξη ενώ για τους δε ένα ενδιάμεσο στάδιο προς κάτι πιο ριζοσπαστικό , θα συνιστούσε παρόλα αυτά έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή, μια κοινή πλατφόρμα πολιτικής δράσης και εν τέλει διακυβέρνησης. Όντας εγκλωβισμένοι όμως μέσα στα ίδια κόμματα περιορίζονται στο ρόλο της εσωτερικής αντιπολίτευσης.

 β. Προσωποκεντρισμός (και … λάθος διασπάσεις)

Αντίθετα εντασσόμενες οι τάσεις αυτές , χύδην και αδιακρίτως, σε κοινά σχήματα, στοιχιζόμενες συχνά πίσω από τα ίδια πρόσωπα σε αναζήτηση ηγετικού ρόλου, χωρίς ιδεολογικά και προγραμματικά κριτήρια αλλά προς άγραν ευκαιριών με κριτήρια συγκυρίας, παράγουν ενδοστρέφεια, διαρκείς εσωτερικές αντιπαραθέσεις  και  υποσκάπτουν τις δυνατότητες προγραμματικής και πολιτικής ανασυγκρότησης του χώρου.

Αυτή ανασυγκρότηση  που είναι απολύτως απαραίτητη για να οικοδομηθεί μια συνεκτική και πειστική προς το ευρύ κοινό εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης, αναβάλλεται ή αγνοείται παντελώς μέσα στα πλαίσια των προσωπικών στρατηγικών επαγγελματιών πολιτικών και φερέλπιδων ηγετών.

Ακόμη και όταν επιχειρούνται πολιτικά «ξεκαθαρίσματα» που οδηγούν σε διασπάσεις αυτές δεν γίνονται με ιδεολογικο-πολιτικά κριτήρια αλλά με κριτήρια προσώπων και συγκυρίας. Χαρακτηριστικό είναι το πρόσφατο παράδειγμα της διάσπασης του ΣΥΡΙΖΑ. Οι δύο πλευρές δεν χώρισαν τόσο με βάση ιδεολογικό-πολιτικές διαφορές όσο με βάση την κοινή τους αντίθεση στο πρόσωπο και στον τρόπο του πολιτεύεσθαι του νέου αρχηγού του κόμματος.

Ενώ λοιπόν θα ανέμενε κανείς, σύμφωνα και με τις δυναμικές  που είχαν εκδηλωθεί την αμέσως προηγούμενη περίοδο με την απόπειρα ιδεολογικού αναπροσανατολισμού του κόμματος  από τον πρώην προέδρό του, ότι η όποια διάσπαση θα έπρεπε, σχηματικά,  να πάρει την μορφή «σοσιαλδημοκράτες -έναντι- ριζοσπαστών αντικαπιταλιστών» , αυτό που έγινε ήταν να αποχωρήσουν όσοι αντιτάχθηκαν στην νέα ηγεσία. Έτσι διαμορφώθηκε ένα νέο σχήμα που συμπεριλαμβάνει τόσο «σοσιαλδημοκράτες» όσο και «ριζοσπάστες». Παράλληλα στον ΣΥΡΙΖΑ παρέμεινε μια άλλη ομάδα «σοσιαλδημοκρατών» συνεργαζόμενη με την τάση εκείνη που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «λαϊκίστικη». Συμπέρασμα: δεν υπήρξε η …«κατάλληλη» διάσπαση , άρα δεν προέκυψε ούτε από την μία πλευρά ούτε από την άλλη  η αναγκαία συσσωμάτωση που θα εγγυόταν την λειτουργικά αναγκαία ελάχιστη ιδεολογικο-πολιτική ομοιογένεια .

  1. Τέσσερεις λανθασμένες στρατηγικές

Υπό την επίδραση των δύο κρίσιμων παραγόντων που προαναφέρθηκαν, δηλαδή της υποβάθμισης των ιδεολογικών και προγραμματικών παραμέτρων και της υπερ -επένδυσης στα πρόσωπα,  τα κόμματα της κεντροαριστεράς οδηγήθηκαν σε μια σειρά συμπληρωματικών, συμπλεκόμενων και -εκ του αποτελέσματος – αδιέξοδων στρατηγικών.

α. Η στρατηγική προσώπων και όχι οράματος και προγράμματος.

Πρόκειται για το βασικό σφάλμα αυτού του συμπλέγματος λανθασμένων επιλογών. Το κεντρικό ερώτημα που τέθηκε ήταν όχι το τι και το πώς, αλλά το ποιός. Όχι τι πρέπει να περιλαμβάνει ένα πολιτικό όραμα που θα εμπνεύσει και ένα αφήγημα διακυβέρνησης που θα πείσει την κοινωνία προκειμένου να συγκροτηθεί ένα νέο πλειοψηφικό ρεύμα. Όχι πώς θα καταστεί εφικτή η άσκηση των αναγκαίων πολιτικών. Αλλά ποιός είναι ικανός να κερδίσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Ή ποιός είναι ικανός να επαναπατρίσει τους ιστορικούς κομματικούς ψηφοφόρους οι οποίοι εξαπατήθηκαν και αποπροσανατολίστηκαν. Κι αυτό με βάση προσωπικά χαρακτηριστικά: ποιός ξέρει καλύτερα την αγορά, ποιός μιλά καλύτερα αγγλικά, ποιός είναι πιο νέος κλπ κλπ.

Το ότι τα προγραμματικά, δηλαδή τα ουσιαστικά πολιτικά  στοιχεία υποβαθμίστηκαν και στα δύο μεγαλύτερα κόμματα αποδεικνύεται από το ότι, υπό τις νυν ηγεσίες,  τόσο οι τομείς πολιτικής όσο και τα αντίστοιχα κομματικά Ινστιτούτα υπολειτούργησαν.

Δυστυχώς, ακόμη και μετά την εκλογική αποτυχία η συζήτηση στην κεντροαριστερά παραμένει στο ίδιο μήκος κύματος. Καμία αναφορά στις ιδεολογικές και πολιτικές συντεταγμένες και ζωηρή αντιπαράθεση για το ποιός θα ηγηθεί.

Βεβαίως η πολιτική ασκείται από πρόσωπα, αλλά για να ασκηθεί πρέπει πρώτα να υπάρξει. Τα πρόσωπα μπορεί να εκφράσουν, να συμβολίσουν, να διακινήσουν αλλά δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την πολιτική. Οι περιπτώσεις που το μήνυμα και το πρόσωπο ταυτίζονται είναι σπάνιες και αφορούν σημαντικές ιστορικές προσωπικότητες : θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή ή τον Ανδρέα Παπανδρέου. Είναι σαφές ότι προσωπικότητες αυτού του διαμετρήματος δεν υπάρχουν αυτή την στιγμή στην ελληνική πολιτική σκηνή. Και είναι εξίσου σαφές ότι η πολιτική που αφορά την κοινωνία δεν μπορεί να είναι υποπροϊόν προσωπικών διαδρομών και φιλοδοξιών.

β. Η στρατηγική ανασυγκρότησης μέσω της απορρόφησης των «άλλων»

Κανείς στην κεντροαριστερά δεν αρνείται την ανάγκη της ανασυγκρότησης της μεγάλης κυβερνώσας παράταξης. Ουδείς μπορεί σοβαρά να αμφισβητήσει το γεγονός ότι η ιστορική εκλογική βάση αυτής της κεντροαριστεράς (εκείνη που συγκροτήθηκε μετεμφυλιακά με την ΕΔΕΚ του Πλαστήρα, εκείνη που επέτυχε το πρώτο ρήγμα στην “καχεκτική δημοκρατία” με την Ένωση Κέντρου του Γέρου, αυτή που στήριξε την εικοσαετή διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ) είναι σήμερα διχοτομημένη. Το ΠΑΣΟΚ είναι μεν ο ιστορικός φορέας του χώρου αλλά και οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ προέρχονται στην πλειοψηφία τους από την ίδια κεντροαριστερή δεξαμενή. Οι δε αριθμοί  επιβεβαιώνουν ότι χωρίς την επανένωση αυτής της βάσης η πολιτική κυριαρχία της κεντροδεξιάς δεν θα μπορέσει να αμφισβητηθεί.

Ωστόσο και τα δύο κόμματα που διεκδικούν την πρωτοκαθεδρία στην κεντρο-αριστερά διακήρυσσαν όλο αυτό το διάστημα ότι η παράταξη θα αναγεννηθεί μέσα στα δικά οργανωτικά τους πλαίσια. Όχι μέσα από την συνεργασία με τον άλλο πόλο αλλά μέσω της απορρόφησής του. Οι ηγεσίες τους κατά καιρούς δήλωναν και δηλώνουν ότι μόλις επιβεβαιωθεί (μέχρι τώρα, στις επερχόμενες ευρωεκλογές, από εδώ και πέρα πιθανότατα στις … επόμενες εθνικές εκλογές ) η διατήρηση ή η κατάληψη της δεύτερης θέσης, θα έπαιρναν “πρωτοβουλίες” για την ενότητα απευθυνόμενες όχι στην ηγεσία του άλλου φορέα/των άλλων φορέων αλλά στην βάση τους.

Για το ΠΑΣΟΚ ειδικά, τα πρώην στελέχη του που προσχώρησαν στον ΣΥΡΙΖΑ αποτελούν αιώνια καταδικασμένους αποσυνάγωγους με τους οποίους δεν μπορεί να υπάρξει καμία συνεννόηση.  Αντίστοιχη τακτική ακολούθησε και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στην νέο-ιδρυθείσα Νέα Αριστερά αποκαλώντας όσους προσχώρησαν στην κοινοβουλευτική της ομάδα άρπαγες εδρών που δεν τους ανήκουν ενώ και η Νέα Αριστερά άνοιξε και αυτή το βασικό της μέτωπο απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζοντας ότι υπό την νέα ηγεσία του έπαψε να ανήκει στον προοδευτικό χώρο ο οποίος θα αναγεννηθεί με πυρήνα την ΝΑ.

Προφανώς καμία από αυτές τις προσεγγίσεις δεν αποτελεί συνταγή ενότητας και ανασυγκρότησης «από την βάση», αλλά αντίθετα είναι περαιτέρω αφορμές εμφύλιας σύρραξης και πολυδιάσπασης σε επίπεδο κορυφής. Και για αυτό ακριβώς οι περί ενότητας διακηρύξεις και από τους τρεις εμπλεκόμενους απέτυχαν να πείσουν το  εκλογικό σώμα. Αρκεί να δούμε ότι και οι τρεις φορείς συγκέντρωσαν 30,16% των ψήφων (31,24% αν προστεθεί και ο Κόσμος) όταν οι συντηρητικοί ψήφοι του τόξου της κεντροδεξιάς και των δεξιότερα αυτής κομμάτων (ΝΔ, Δημοκράτες, Ελληνική Λύση , Νίκη, Φωνή Λογικής, Πατριώτες) άθροισαν 47,88% και τα κόμματα της αντισυστημικής αριστεράς (ΚΚΕ, ΜεΡΑ25 και η ιδιόρρυθμη Πλεύση Ελευθερίας) 15,19%.

γ. Η στρατηγική ανασυγκρότησης μέσω της επιστροφής στο παρελθόν

Αυτή αφορά αποκλειστικά τον χώρο του ΠΑΣΟΚ και συνίσταται στην προσπάθεια αναβίωσης του πάλαι ποτέ κραταιού κόμματος της ελληνικής κεντροαριστεράς. Εστιάζει στην υπενθύμιση της ιστορίας και των κυβερνητικών του επιτευγμάτων ως τεκμήρια  ότι το κόμμα δικαιούται και δύναται να αποτελέσει την αποκλειστική βάση ανασυγκρότησης της ερύτερης παράταξης. Ωστόσο το παρελθόν αποτελεί σημείο αναφοράς μόνο για μιά περιορισμένη μερίδα του εκλογικού σώματος, μεγάλης ηλικίας και με αντίστοιχα βιώματα. Η επαναφορά του ονόματος και των συμβόλων προσέλκυσε αυτό ακριβώς το εκλογικό κοινό το οποίο (α)  δεν μπορεί εύκολα να παρακολουθήσει τις ιλιγγιώδεις μεταβολές της εποχής μας, (β) είναι πολιτικά αδρανές (για ηλικιακούς λόγους) και (γ) είναι αριθμητικά περιορισμένο (αφού ανήκει στις απερχόμενες γενιές), γεγονός που αποτυπώνεται στο εκλογικό ταβάνι του 12-13% ή των περίπου 700 χιλιάδων ψήφων που αδυνατεί να υπερβεί το κόμμα (στην ουσία πρόκειται για επιστροφή στα νούμερα που πέτυχε στο ξεκίνημά του, στις εκλογές του 1974).

Για τις νεότερες γενιές όμως η αναφορά στο ΠΑΣΟΚ εξαντλείται σε χιουμοριστικές εικόνες και ατάκες, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, για ένα απροσδιόριστο παρελθόν αφθονίας και ευημερίας, που όμως δεν σχετίζεται με την σύγχρονη πραγματικότητα και δεν επιτρέπει στους νέους να ταυτιστούν πολιτικά μαζί του. Αυτά επιβεβαιώνονται και από το ότι στις πρόσφατες ευρωεκλογές προσέλκυσε μόλις το 9,1% των ψηφοφόρων στην ηλικιακή ομάδα 17-34, έναντι 15,9% της Νέας Δημοκρατίας και 18,2% του ΣΥΡΙΖΑ.

Ένα επιπλέον αρνητικό απότοκο της στρατηγικής αυτής αποτελεί η εκλογική υστέρηση του ΠΑΣΟΚ στα μεγάλα αστικά κέντρα :  σε όλες τις εκλογικές περιφέρειες της Αθήνας, του Πειραιά,  της Αττικής και της Θεσσαλονίκης (δέκα στο σύνολο) έμεινε τέταρτο (σε μία περίπτωση πέμπτο και σε μία τρίτο) με μονοψήφια ποσοστά (πλην δύο περιπτώσεων που μόλις υπερέβη το δέκα).

Οι δέκα όμως αυτές εκλογικές περιφέρειες όχι μόνο περιλαμβάνουν  τον μισό πληθυσμό και το 40% του εκλογικού σώματος  της χώρας, αλλά παράγουν το 61,6% της συνολικής ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας , ενώ αποτελούν το κέντρο των βασικών επιχειρηματικών, πολιτικών, εκπαιδευτικών και διοικητικών δραστηριοτήτων της χώρας. Το κόμμα υστερεί λοιπόν σημαντικά στις πλέον δυναμικές περιοχές.

Είναι ακριβώς οι περιοχές αυτές όπου τα παραδοσιακά κοινωνικο-πολιτικά δίκτυα έχουν αποσυντεθεί και δεν διατίθενται πλέον ως εργαλεία πολιτικής κινητοποίησης. Αντίθετα στις επαρχίες -μικροί δήμοι, αγροτικές περιοχές- όπου τα διαπροσωπικά δίκτυα εξακολουθούν να επιβιώνουν, οι επιδόσεις του ΠΑΣΟΚ ήταν καλύτερες. Αυτές οι διαφορές δείχνουν ότι το κόμμα είναι συνδεδεμένο με τα λιγότερο σύγχρονα και λιγότερο δυναμικά τμήματα της ελληνικής κοινωνίας αλλά και ότι δεν είναι σε θέση να αξιοποιήσει τα καινούρια μέσα επικοινωνίας και πολιτικής κινητοποίησης.

Τέλος απόρροια αυτής της λανθασμένης στρατηγικής υπήρξε το ότι το ΠΑΣΟΚ με αφορμή την ιστορικά κυρίαρχη πορεία του αλλά και το γεγονός ότι και στην (αμέσως προηγούμενη) φάση της παρακμής -της δικής του αλλά και της ευρύτερης παράταξης- παρέμενε ο εκλογικά ισχυρότερος σχηματισμός της κεντροαριστεράς (στο βαθμό που ο ΣΥΡΙΖΑ αυτο-τοποθετούνταν στην ριζοσπαστική αριστερά), διεκδικούσε την πρωτοκαθεδρία σε κάθε ενιαίο σχήμα που θα δημιουργούνταν. Με αυτή την λογική και προσπαθώντας να ελέγξει τα όργανα , τις διαδικασίες και τις αποφάσεις της Δημοκρατικής Συμπαράταξης και του Κινήματος Αλλαγής οδήγησε στην πόρτα εξόδου το Ποτάμι και την ΔΗΜΑΡ και προκάλεσε την αποτυχία του σοβαρότερου μέχρι τώρα εγχειρήματος ενότητας στον χώρο.

δ. Η στρατηγική της εκλογικής ενίσχυσης «από το ειδικό στο γενικό» και η απουσία «μεγάλου αφηγήματος»

Τελευταία, αλλά όχι και λιγότερο σημαντική, των προβληματικών στρατηγικών της περιόδου είναι η αντίληψη πως η πολιτική και εκλογική επιτυχία προκύπτουν από την παράλληλη ικανοποίηση μιάς πληθώρας κλαδικών, τοπικών και θεματικών επιδιώξεων και συμφερόντων και όχι από ένα κεντρικό πειστικό αφήγημα προς όλους. Η πολιτική μετατρέπεται έτσι σε μια διαδικασία μικρο-διαχείρισης ειδικών κοινών και επι μέρους πολιτικών πελατειών. Αναζητούμε τι θα ικανοποιήσει μια συγκεκριμένη κατηγορία παραγωγών, ένα συγκεκριμένο κλάδο επαγγελματιών, τους κατοίκους μιάς περιοχής, μια συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα, τους ανθρώπους με ένα συγκεκριμένο κοινωνικό προφιλ, (υπο-)σύστημα αξιών και τρόπο ζωής, εικάζοντας ότι το άθροισμα της ικανοποίησης και άρα της θετικής ψήφου όλων αυτών των διαφορετικών υποσυνόλων του εκλογικού σώματος, θα συγκροτήσει τελικά ένα πλειοψηφικό ρεύμα.

Η ιστορική εμπειρία ωστόσο δείχνει ότι η πορεία είναι αντίστροφη: από το «γενικό» προς το «ειδικό». Η εκλογική κυριαρχία προϋποθέτει την ιδεολογική κυριαρχία, δηλαδή την συγκρότηση, διάχυση και επιβολή ως κυρίαρχου ενός «μεγάλου αφηγήματος», ενός συνολικού οράματος για την κοινωνία. Το όραμα αυτό πρέπει να συνοψίζεται σε μια – δυό βασικές έννοιες και να είναι τόσο περιεκτικό ώστε να επιτρέπει σε μιά ικανή πλειοψηφία των πολιτών να ταυτίζεται μαζί του. Η «Αλλαγή» ήταν το περιεκτικό όραμα του Ανδρέα Παπανδρέου, ο «Εκσυγχρονισμός» του Κώστα Σημίτη, το «Αντιμνημόνιο» ( «με ένα νόμο και ένα άρθρο») του Αλέξη Τσίπρα και η «Επιστροφή στην Κανονικότητα» του Κυριάκου Μητσοτάκη. Το μεγάλο αφήγημα είναι αυτό που συμπαρασύρει ευρέα τμήματα του κοινού και τα εντάσσει σε ένα πλειοψηφικό ρεύμα που συγκροτείται με άξονα το συγκεκριμένο όραμα. Και είναι αυτό που εν συνεχεία εξειδικεύεται κλαδικά, τομεακά, τοπικά και θεματικά προκειμένου να αποκρυσταλλώσει την επιρροή του – ή στην χειρότερη περίπτωση να αποφύγει οξείες αντιθέσεις με επι μέρους κατηγορίες του εκλογικού σώματος.

Αυτή η συνθήκη δεν πληρούται από την σημερινή κέντρο-αριστερά. Το «αντιμνημόνιο» διαψεύστηκε  με την περίφημη «κυβίστηση» και είναι ήδη μια υπόθεση του παρελθόντος.  Το «κοινωνικό κράτος» της σοσιαλδημοκρατίας, αυτό των μεταπολεμικών «τριάντα ένδοξων ετών» (γαλλιστί “les trente glorieuses”) που στην Ελλάδα ολοκληρώθηκε την δεκαετία του ογδόντα , χωρίς ριζική αναδόμηση και προσαρμογή,  απαντά σε αιτήματα περασμένων δεκαετιών και όχι στις αγωνίες των ευάλωτων σημερινών ανθρώπων που βιώνουν την εργασιακή επισφάλεια και την γενικευμένη πολιτισμική ανασφάλεια. Η κινηματική προάσπιση των δικαιωμάτων εξελίχθηκε, τέλος, για κάποιες μερίδες της αριστεράς σε «δικαιωματισμό» που υποκατέστησε την κοινωνική (ταξική) ανάλυση, διεκδίκηση και εκπροσώπηση.

Η απουσία «μεγάλου αφηγήματος» και «κεντρικού οράματος» συνδέεται με κάποιες από τις άλλες αρνητικές «στρατηγικές» που σχολιάσαμε παραπάνω. Ο προσωποκεντρισμός αναδεικνύει μια νέα γενιά επαγγελματιών πολιτικών και φερέλπιδων ηγετών που ελάχιστα ενδιαφέρονται για ιδεολογικά και προγραμματικά  ζητήματα και επενδύουν κυρίως στην επικοινωνία. Η υπολειτουργία των μηχανισμών παραγωγής πολιτικής, (τομείς, ινστιτούτα αλλά και τα συλλογικά όργανα των κομμάτων) δεν επιτρέπει την διαμόρφωση συντεταγμένου οραματικού και προγραμματικού λόγου αλλά ούτε και την συστηματική παραγωγή τομεακών, κλαδικών και περιφερειακών πολιτικών.

Οι «θέσεις» των κομμάτων είναι συχνά προϊόν τυχαίων διαδικασιών που εξαρτώνται από την παρουσία ενός ικανού εμπειρογνώμονα στο περιβάλλον της ηγεσίας ή κοντά στην κοινοβουλευτική ομάδα και των διαπροσωπικών δικτύων που ο εμπειρογνώμονας αυτός θα είναι σε θέση να ενεργοποιήσει. Συμπερασματικά, η κεντροαριστερά απευθύνεται μόνο ανοργάνωτα και συμπτωματικά στις επι μέρους κοινωνικές ομάδες και δεν απευθύνεται καθόλου στην «όλη κοινωνία».

  1. Τι πρέπει και τι μπορεί να γίνει

α. Αναγκαίο ένα εναλλακτικό αφήγημα απέναντι στον άκρατο οικονομικό φιλελευθερισμό και τον ακροδεξιό λαϊκισμό

Η εκλογική αδυναμία και κυβερνητική ανυπαρξία της κεντρο-αριστεράς είναι πολλαπλά επιζήμια. Και για τους θεσμούς και για την κοινωνία και για την χώρα.

Πρώτον, η σημερινή κατάσταση του «κυρίαρχου κόμματος» ή σε άλλη διατύπωση του «ενάμιση κόμματος», δηλαδή η ύπαρξη μιάς ενιαίας κυβερνώσας κεντρο-δεξιάς που κυριαρχεί σε βάθος χρόνου πολιτικά και εκλογικά και μιάς πολυδιασπασμένης κεντροαριστεράς που αλληλοσυγκρούεται εσωτερικά μόνο για την θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης δημιουργούν μια θεσμική ανισορροπία. Τα δημοκρατικά καθεστώτα βασίζονται στην κυβερνητική εναλλαγή. Διαφορετικά δημιουργούνται καθεστωτικές δυναμικές που οδηγούν σε «καχεκτικές δημοκρατίες», κατά την διατύπωση του Ηλία Νικολακόπουλου.

Δεύτερον, η πολιτική δυσαρέσκεια πρέπει να μπορεί να εκφράζεται θεσμικά και ομαλά. Τον ρόλο αυτόν τον έπαιζε ιστορικά η «κυβερνώσα αριστερά», τα σοσιαλιστικά δημοκρατικά κόμματα, προ-πολεμικά, μεσο-πολεμικά  και μετα-πολεμικά στην Ευρώπη, μετα-δικτατορικά στην Ελλάδα. Η σημερινή απουσία θεσμικού υποδοχέα της λαϊκής δυσαρέσκειας και φορέα εναλλακτικής διακυβέρνησης προς τα αριστερά ωθεί τους δυσαρεστημένους σε «αντι-συστημικές» και «ανατρεπτικές» προτάσεις κυρίως του ακροδεξιού λαϊκιστικού αυταρχισμού. Το φαινόμενο αυτό όπως διαπιστώνουμε από τις πολιτικές εξελίξεις σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες  και ιδίως στην Ιταλία, την Γερμανία και την Γαλλία, δεν αφορά μόνο την ελληνική κεντροαριστερά.

Τρίτον, μια πρόταση εναλλακτικής διακυβέρνησης η οποία δεν θα βασίζεται στην άποψη πως η κοινωνική συνοχή και ανάπτυξη είναι υποπροϊόντα της λειτουργίας της αγοράς, είναι περισσότερο από αναγκαία στις μέρες μας. Τεκτονικές αλλαγές στις τεχνολογίες της παραγωγής και της επικοινωνίας διαμορφώνουν ένα (παγκοσμιοποιημένο) περιβάλλον επισφάλειας για ευρέα κοινωνικά στρώματα χειρωνακτικά εργαζομένων, ειδικευμένων τεχνιτών όπως και διοικητικών υπαλλήλων αλλά και μεσαίων στελεχών που ασκούσαν εποπτικές λειτουργίες -και πλέον με τις εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης και σχεδιαστικές και ελεγκτικές λειτουργίες.

Αυτά ακριβώς τα στρώματα της αυξημένης επισφάλειας και ανασφάλειας -όχι μόνο λαϊκά και χαμηλόμισθα αλλά και μεσαία- είναι εκείνα που τροφοδοτούν εκλογικά τους σχηματισμούς του ακροδεξιού λαϊκισμού, ο οποίος καθησυχάζει τις συλλογικές φοβίες με απλουστευτικά αφηγήματα οικονομικού, κοινωνικού και πολιτισμικού προστατευτισμού.

Τα αφηγήματα αυτά ωστόσο υποκρύπτουν αυταρχισμό και περιορισμούς της δημοκρατίας, όπως και κινδύνους ακόμη μεγαλύτερων περιφερειακών και διεθνών εντάσεων, ενώ δεν παρουσιάζουν κανένα βιώσιμο σχέδιο χρηματοδότησης των αναγκαίων πολιτικών κοινωνικής στήριξης και εξισορρόπησης. Το τελευταίο οφείλεται στο (παράδοξο;) ότι οι ακροδεξιοί σχηματισμοί δεν επιθυμούν να έρθουν σε ρήξη με τα νέο-φιλελεύθερα δόγματα του οικονομικού «αντι-κρατισμού» και της δημοσιονομικής συρρίκνωσης.

Για τους παραπάνω λόγους είναι λοιπόν απαραίτητο οι δημοκρατικές σοσιαλιστικές δυνάμεις, η κεντρο-αριστερά, να αναπτύξουν ένα νέο «μεγάλο αφήγημα», οραματικό και προγραμματικό, το οποίο να απαντά  στα υπαρκτά σημερινά προβλήματα με δημοκρατικό, κοινωνικά δίκαιο αλλά και ρεαλιστικό τρόπο. Ένα αφήγημα που θα εγγυάται μεν την ελευθερία της αγοράς αλλά μέσα σε ένα ρυθμιστικό πλαίσιο το οποίο θα προτάσσει το κοινωνικό όφελος και θα εντάσσει συμπεριληπτικά και δίκαια όλες τις κοινωνικές ομάδες στα οφέλη μιάς βιώσιμης ευημερίας. Ένα τέτοιο πλαίσιο δεν μπορεί παρά να βασίζεται σε καλά επεξεργασμένες ρυθμιστικές πολιτικές και όχι σε αγοραίους αυτοματισμούς καθώς και σε κεϋνσιανές και αναδιανεμητικές πολιτικές που θα έχουν δομικό και πάγιο χαρακτήρα και όχι σε παροχές εξαιρετικής και «φιλανθρωπικής» μορφής.

Για να μπορέσει η σύγχρονη κεντρο-αριστερά να οικοδομήσει ένα τέτοιο αφήγημα χρειάζεται να επικαιροποιήσει και να αναδιατάξει τις βασικές παραδοχές και στοχεύσεις της. Οι μεν σοσιαλδημοκρατικές συνιστώσες της θα πρέπει να προσαρμόσουν τις ιστορικές παραδοχές τους              -κρατώντας την ουσία τους- σε μια πραγματικότητα που δεν είναι αυτή της μεταπολεμικής ισχυρής ανάπτυξης. Οι δε ριζοσπαστικές συνιστώσες της θα πρέπει να αντιληφθούν ότι απευθύνονται σε κοινωνικά στρώματα τα βασικά προβλήματα των οποίων εντάσσονται στην οικονομική «βάση» και όχι στο πολιτισμικό «εποικοδόμημα», αφορούν το εισόδημα και την καταναλωτική τους δύναμη και όχι τα «δικαιώματα», γίνονται αντιληπτά ως «ανασφάλεια» και όχι ως «αδικία».

Όλοι δε, θα πρέπει, τέλος,  να κατανοήσουν ότι οι όροι και οι μορφές πολιτικής κινητοποίησης του βασικού κορμού του πολιτικού τους ακροατηρίου έχουν αλλάξει : δεν συσπειρώνεται σε τοπικές οργανώσεις, δεν βγαίνει εύκολα «στον δρόμο», δεν ελκύεται ιδιαίτερα από τους «αγώνες» και τα «κινήματα». Κινητοποιείται όμως θεματικά για ζητήματα που θεωρεί κρίσιμα, ενεργοποιείται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και υποστηρίζει ή αντιδρά, ψηφίζει αλλά πάνω απ’ όλα απαιτεί πρακτικές λύσεις από τους αρμόδιους θεσμούς μέσα από αποτελεσματικές δημόσιες πολιτικές, δηλαδή μέσα από ένα ικανό Κράτος.

 β. Αναγκαία βήματα

Συμπεραίνοντας και προχωρώντας στο δια ταύτα, κρατάμε τα παρακάτω βασικά σημεία:

  1. Οι αριθμοί πιστοποιούν ότι μόνο η επαν-ενοποίηση του διασπασμένου ακροατηρίου της κεντρο-αριστεράς μπορεί να αποτελέσει την εκλογική βάση ενός σχεδίου εναλλακτικής διακυβέρνησης όπως αυτό που προαναφέρθηκε. Το ακροατήριο αυτό προέρχεται χονδρικά από τους ιστορικούς ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ και των μετεξελίξεων της ανανεωτικής αριστεράς (ΚΚΕεσ./ΕΑΡ/ΣΥΝ/ΔΗΜΑΡ). Σε αυτό θα πρέπει να συνυπολογιστούν μια μικρή μερίδα ψηφοφόρων προερχόμενων από το ΚΚΕ, μια μειοψηφία από το εγχείρημα του Ποταμιού αλλά και οι νέοι ψηφοφόροι που πλειοψηφικά στρέφονται προς την ευρύτερη αριστερά.
  2. Η εμπειρία της τελευταίας δεκαετίας  πιστοποιεί ότι η αναγκαία αυτή επαν-ενοποίηση δεν πρόκειται να επιτευχθεί με την (κυρίαρχη μέχρι τώρα από όλες τις πλευρές) στρατηγική της «απορρόφησης του άλλου». Ο ΣΥΡΙΖΑ, στην φάση της ακμής του την περίοδο 2012-15 απέτυχε να «εξαϋλώσει» το ΠΑΣΟΚ . Το ΠΑΣΟΚ απέτυχε να εξουδετερώσει τον ΣΥΡΙΖΑ κατά τη περίοδο της πτώσης του 2019-2024. Κανένα στοιχείο (εκτός από την οπαδική αισιοδοξία) δεν μπορεί να τεκμηριώσει ότι κάτι τέτοιο θα συμβεί στο ορατό μέλλον.   Για να μην επαληθευθεί λοιπόν το σενάριο του «ενάμιση κόμματος» (ολόκληρη η κεντρο-δεξιά και μισή η κεντρο-αριστερά) απαιτούνται  συγκλίσεις όλων των (κεντρο-) αριστερών κομμάτων προς έναν κοινό χώρο. Για τις συγκλίσεις αυτές υπάρχουν δύο δυνητικές διαδρομές :

(α) Τα κόμματα του χώρου με τις παρούσες ή διάδοχες ηγεσίες να πειστούν για την ανάγκη τους και να προχωρήσουν στην συγκρότηση ενός κοινού σχήματος είτε ενιαίου, είτε ομοσπονδιακού.

(β) Να υπάρξει μια πρωτοβουλία για αυτό που περιγράφεται ως Big Bang (δημιουργία εκ του μηδενός) ή Επιναί (από την πόλη διεξαγωγής του συνεδρίου ανασύστασης του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, το 1971). Στην διαδρομή αυτή δεν θα συνενωθούν οι υπάρχοντες σχηματισμοί αλλά θα  συγκροτηθεί ένα νέο σχήμα από πρόσωπα (και ενδεχομένως συλλογικότητες) που θα δηλώσουν πρόθυμα να προχωρήσουν.

Σε οποιαδήποτε από τις παραπάνω εκδοχές, για να διασφαλιστεί όχι μόνο η άμεση ενοποίηση του χώρου  αλλά η πολιτική και εκλογική επιτυχία και μακροημέρευσή του θα πρέπει να πραγματοποιηθούν τα ακόλουθα βήματα και με την συγκεκριμένη σειρά

Πρώτον, ιδεολογική αποσαφήνιση για την δημιουργία μιάς κοινής ιδεολογικο-πολιτικής πλατφόρμας. Σοσιαλδημοκράτες, σοσιαλιστές, αριστεροί της ανανέωσης και ριζοσπάστες της αριστεράς (τουλάχιστον αυτοί) αναφέρονται ρητά στον όρο σοσιαλισμός / σοσιαλιστικό χωρίς ωστόσο σαφές ιδεολογικό και πολιτικό περιεχόμενο. Διότι άλλο ανατροπή του καπιταλισμού και άλλο κοινωνική διαχείριση της οικονομίας. Πρέπει να υπάρξει η αναγκαία προπαρασκευαστική εργασία σε ομάδες δουλειάς με αντιπροσωπευτική συμμετοχή, ανοιχτός δημόσιος διάλογος και συμφωνία σε μια αναλυτική ιδεολογική/πολιτική  διακήρυξη που θα εγκριθεί στο ιδρυτικό συνέδριο του νέου σχήματος

Δεύτερον, συγκρότηση μιας λειτουργικής επιτελικής ομάδας και επι μέρους ομάδων εργασίας σε τομείς πολιτικής που θα δεσμευθούν για την ανάπτυξη (α) του οδικού χάρτη της πορείας προς το συνέδριο και των όρων συμμετοχής σε αυτό (β) πρότασης για την οργανωτική δομή του νέου σχήματος και (γ) των βασικών αξόνων ενός προγράμματος διακυβέρνησης με βάση τις κατευθύνσεις της ιδεολογικής/ πολιτικής διακήρυξης. Οι επεξεργασίες για την οργάνωση του κόμματος και για το πρόγραμμα διακυβέρνησης θα τεθούν σε συζήτηση και έγκριση στο ιδρυτικό συνέδριο.

Προφανώς -και για λόγους επικοινωνιακής αποτελεσματικότητας- το πρόσωπο που θα ηγηθεί της προσπάθειας θα πρέπει να αναζητηθεί στα αρχικά αυτά στάδια.  Όχι όμως πριν την ιδεολογική αποσαφήνιση. Και ένα από τα κριτήρια επιλογής του/της θα πρέπει να είναι ακριβώς η ουσιαστική αποδοχή του ιδεολογικού και προγραμματικού πλαισίου και η πρόθεση και ικανότητα να το υπηρετήσει. Σε κάθε περίπτωση ακόμη και αν η προσωπικότητα, η δημόσια παρουσία και πολιτεία του / της επικεφαλής είναι στοιχεία σημαντικά για την πειστική διάχυση του μηνύματος, η πολιτική συνοχή και η αποτελεσματικότητα του όλου εγχειρήματος είναι υπόθεση λιγότερο του/της  spokesperson και περισσότερο μιάς συνεκτικής, καινοτόμου και λειτουργικής ηγετικής ομάδας.

Τρίτον, πρόσκληση σε  όσες και όσους αποδέχονται την ιδεολογική διακήρυξη και τους άξονες διακυβέρνησης , είτε ως τελική στόχευση είτε ως ενδιάμεσο στάδιο, να συστρατευθούν γύρω από αυτό.

Τέταρτον, διεξαγωγή του ιδρυτικού συνεδρίου.

Αν τα παραπάνω βήματα -ή κάποια άλλα αντίστοιχα προς την ίδια κατεύθυνση – δεν πραγματοποιηθούν στην παρούσα φάση η διαδικασία ουσιαστικής ανασυγκρότησης της κεντρο-αριστεράς απλώς θα αναβληθεί. Στο μεταξύ θα παρακολουθούμε την διακυβέρνηση της χώρας από ένα «κυρίαρχο κόμμα» την μονοπώληση της κοινωνικής διαμαρτυρίας από ακροδεξιά σχήματα και άλλους λαϊκισμούς και,  πιθανότατα κάποια στιγμή, μια αποτυχημένη «κεντρο-αριστερή παρένθεση».

* Ο Θεόδωρος Ν. Τσέκος, είναι Πανεπιστημιακός  & μέλος της Εκτελεστικής Γραμματείας των “Κινήσεων Πολιτών για την Σοσιαλδημοκρατία”

Εγγραφή
Ειδοποίηση για

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

0 Comments
Ενσωματωμένα σχόλια
Δείτε όλα τα σχόλια