Aπόψε οργανώνεται στην Καλαμάτα μία εκδήλωση με θέμα «Ποιο μέλλον για την Ελλάδα; Νέες ευρωπαϊκές και διεθνείς προκλήσεις» και στην οποία θα πάρουν μέρος εκλεκτοί ομιλητές: ο Βαγγέλης Βενιζέλος, ως επικεφαλής του Κύκλου Ιδεών για την Εθνική Ανασυγκρότηση, ο έμπειρος περί τα ευρωπαϊκά ομότιμος καθηγητής του ΕΚΠΑ Παναγιώτης Ιωακειμίδης και η διακεκριμένη θεατρική συγγραφέας και δημοσιογράφος Ρούλα Γεωργακοπούλου. Δυστυχώς, άλλες υποχρεώσεις μου στις Βρυξέλλες δεν μου επιτρέπουν να παρευρεθώ όπως θα επιθυμούσα. Με αυτή την ευκαιρία, ας μου επιτραπεί να καταθέσω και εγώ ορισμένες σκέψεις.
Το ερώτημα, όπως έχει τεθεί, περιέχει εν πολλοίς και την απάντηση: δεν μπορούμε να δούμε την Ελλάδα ξεκομμένη από την συγκυρία και το διεθνές περιβάλλον. Όσοι θεωρούν ότι είμαστε το κέντρο του κόσμου και ότι μόνοι μας θα τα καταφέρουμε, απλά ομφαλοσκοπούν, συσκοτίζουν την πραγματικότητα και είναι έτοιμοι να υιοθετήσουν με επικίνδυνη επιπολαιότητα κάθε είδους εθνοσωτήρια ιδεολογία.
Ωστόσο, πριν επιχειρήσω να απαντήσω στο ερώτημα ευθέως, θεωρώ σκόπιμο να το συμπληρώσουμε με ένα άλλο: “Ποιο το μέλλον της Ευρώπης;”. Η απάντηση δεν είναι πλέον αυτονόητη. Μέχρι τα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα όλοι θεωρούσαν ότι σε ένα κόσμο που αλλάζει ραγδαία, η ήπειρός μας βρίσκεται σε ασφαλές λιμάνι. Όλοι οι αξιωματούχοι δήλωναν αυτάρεσκα ότι η Ευρώπη είναι η μεγαλύτερη εμπορική δύναμη στον κόσμο και η ισχυρότερη οικονομία. Η Ελλάδα μπορεί να κατείχε μία από τις τελευταίες θέσεις στις ευρωπαϊκές στατιστικές, σε σχέση όμως με τον άμεσο περίγυρό της και όχι μόνο, μπορούσε να υπερηφανεύεται ότι ανήκε στις 20 πλέον ισχυρές οικονομίες του κόσμου! Στη χώρα μας εύρισκε εφαρμογή η φράση του Ταλεϋράνδου: Όταν κοιτάζω σε τι κατάσταση βρίσκομαι, ανησυχώ. Με καθησυχάζει, όμως, η σύγκριση με τους άλλους”.
Και ξαφνικά -γιατί μετά την πτώχευση της Λίμαν Μπράδερς όλα έγιναν ξαφνικά και η Ευρώπη βρέθηκε απροετοίμαστη και αμήχανη- τα πάντα ήρθαν “τούμπα”. Ο γιγαντισμός της ΕΕ που κάποτε ήταν εχέγγυο ισχύος αποτέλεσε και τη βασική τροχοπέδη της, όταν χρειάστηκε να ληφθούν μέτρα για την αντιμετώπισή της. Έλειψε από τις Βρυξέλλες η δυνατότητα άμεσης επέμβασης και ευέλικτης δράσης. Στη αντίστοιχη συγκυρία στις ΗΠΑ, τόσο η κυβέρνηση όσο και η Κεντρική Τράπεζα έδρασαν χωρίς χρονοτριβή μεταφέροντας 787 δις δολάρια στην πραγματική οικονομία μέσα από μία επιθετική οικονομική πολιτική και φορολογικές ελαφρύνσεις. Αντίθετα, η ατελής αρχιτεκτονική της ΟΝΕ και η διάσταση απόψεων τόσο μεταξύ των κρατών μελών (με την Γερμανία σε πρωταγωνιστικό ρόλο), όσο και των θεσμών που είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο (κυρίως Επιτροπή και ΕΚΤ) επιδείνωσαν αντί να διευκολύνουν τη διαχείριση της κρίσης και σίγουρα την καθυστέρησαν.
Σήμερα, ο κίνδυνος που γεννήθηκε με την απότομη έκρηξη της οικονομικής κρίσης που απείλησε πολλά κράτη μέλη έχει παρέλθει. Έχει όμως αφήσει πίσω της πολλές πληγές. Κυρίως, έχει δοθεί λαβή για τριβές και αμφισβητήσεις με τη συνακόλουθη άνοδο του λαϊκισμού και με τον ευρωσκεπτικισμό να έχει δώσει τη θέση του στον ευρω-απορριπτισμό. Τα πρώτα μηνύματα ήρθαν από την Ουγγαρία και την Πολωνία, ακολούθησε το Ηνωμένο Βασίλειο με το Brexit και ίσως βρεθούν μιμητές και σε άλλες χώρες. Η Ιταλία μπορεί επίσης να οδηγηθεί σε αστάθεια μετά το δημοψήφισμα της 4ης Δεκεμβρίου.
Σε έναν κόσμο που αλλάζει και κινδυνεύει να μπει σε μη προβλέψιμη τροχιά, η Ελλάδα πρέπει να είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει ανατροπές. Γι’ αυτό πρέπει να διατηρήσει και να ισχυροποιήσει τα μέχρι τώρα διεθνή ερείσματά της στο Δυτικό Κόσμο και κυρίως τη συμμετοχή στην ΕΕ, όσο και αν έχουν αρχίσει να αλλάζουν και αυτά. Το έχουμε ανάγκη πιο πολύ από ποτέ, τώρα που στη γειτονιά μας ο τουρκικός μεγαλοϊδεατισμός ονειρεύεται να ξανασχεδιάσει τον χάρτη της ευρύτερης περιοχής, το Κυπριακό μπαίνει πάλι σε κρίσιμη φάση και η διαχείριση των μεταναστευτικών ρευμάτων χρησιμοποιείται από την γείτονα ως μοχλός άσκησης πίεσης και προς Ευρώπη και προς Ελλάδα.
Οταν τη δεκαετία του ’60 διατυπώθηκε η θεωρία του Λόρεντς, σύμφωνα με την οποία «αν μία πεταλούδα πετάξει στον Αμαζόνιο, θα βρέξει στην Κίνα» έμοιαζε με παραδοξολογία. Σήμερα όμως δεν χρειάζεται να είναι κανείς σοφός για να γνωρίζει ότι κάθε απόφαση στην οικονομία ή στην πολιτική μπορεί να έχει επιπτώσεις στην άλλη άκρη του πλανήτη. Για να δούμε δηλαδή πώς προδιαγράφεται το μέλλον της Ελλάδας, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούμε. Ολος ο κόσμος με τρόμο περιμένει τις αμερικανικές εκλογές και τι θα προκύψει από μία ενδεχόμενη νίκη του απρόβλεπτου Τραμπ. Η εμπλοκή της Ρωσίας του Πούτιν και της Τουρκίας του Ερντογάν στη Συρία μόνο αισιοδοξία ως προς την έκβαση του πολέμου δεν μπορεί να μας γεμίζουν. Εξάλλου, στον τομέα της οικονομίας παρά τη φαινομενική ηρεμία μετά την κρίση που ξέσπασε πριν οκτώ χρόνια σύντομα μπορεί να δούμε να καταρρέουν κολοσσοί (τραπεζικοί ή βιομηχανικοί) της παγκόσμιας αγοράς, με συνέπειες που θα ξεπερνούν και τα εθνικά όρια, αλλά και δεν θα είναι αποκλειστικά οικονομικές.
Δεν μπορεί όμως να απαντηθεί πειστικά το αρχικό ερώτημα “ποιο μέλλον για την Ελλάδα;” όσο δεν συντρέχουν ορισμένες βασικές προϋποθέσεις: να ορθοποδήσει η οικονομία, να ξαναβρεί η χώρα τη χαμένη αξιοπιστία της, να λειτουργούν οι θεσμοί, το κράτος δικαίου, η Δημοκρατία. Με μια φράση, να ξαναγίνει κανονική χώρα. Η κυβέρνηση Τσίπρα/Καμμένου είναι αναχρονιστική, οπισθοδρομική και επικίνδυνη. Μετά το διχαστικό “αυτοί ή εμείς” σήμερα μετέρχεται καθαρά φασιστικές μεθόδους με τη σπίλωση υπολήψεων. Δικαστών σήμερα, αύριο όποιου θεωρηθεί “προδότης”. Η αυτοαποκαλούμενη Ριζοσπαστική Αριστερά με τις ιδεοληπτικές της επιλογές έχει γίνει μέρος του προβλήματος, όχι της λύσης του.
Ήρθε η ώρα να αναρωτηθούμε τι κάνουμε εμείς, όσοι νιώθουμε ότι ανήκουμε στον ευρύτατο χώρο που εκτείνεται από τις παρυφές της Κεντροδεξιάς ως εκεί που αρχίζει η Αριστερά που νοσταλγεί τον χαμένο κομμουνιστικό παράδεισο. Η Δημοκρατική Συμπαράταξη προσπαθεί να λειτουργήσει ως ο χώρος έκφρασης της Κεντροαριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας χωρίς όμως ιδιαίτερα θετικά αποτελέσματα. Ακόμα χειρότερα, το Ποτάμι που ως κομματικός οργανισμός δημιουργήθηκε για να καλύψει ένα κενό, παρά την ελπιδοφόρα αρχή, τώρα πια κινείται μεταξύ φθοράς και ανυπαρξίας. Όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το μεγαλύτερο κόμμα είναι το κόμμα των πολιτικά ανέστιων.
Φτάσαμε στο σημείο να μην περνάει μήνας χωρίς να βλέπουμε τη δημιουργία νέου κόμματος ή πολιτικής κίνησης που συσπειρώνει λίγους κάθε φορά ανθρώπους με τους οποίους έχουμε είτε κοινές καταβολές είτε παραπλήσιους στόχους. Ένα είναι σίγουρο. Ότι όσο δεν βάζουμε στο πλάι τους εγωισμούς, τις προσωπικές πίκρες και την πάση θυσία επιβίωση κομματικών μηχανισμών, αντικειμενικά θα παίζουμε το παιχνίδι του μικρού δικομματισμού που εκφράζει από τη μία ο ΣΥΡΙΖΑ και από την άλλη η ΝΔ. Και ένα μέρος από το 20% των σημερινών αναποφάσιστων θα ενισχύσει τα δύο μεγάλα κόμματα, ενώ ακόμα χειρότερα, ένα μεγάλο ποσοστό θα προτιμήσει την αποχή.
Η συγκρότηση ενός νέου ενιαίου φορέα μέσα από διαδικασία ανοιχτού και ενωτικού συνεδρίου εντός του 2017 είναι πια εκ των ων ουκ άνευ. Η δημοκρατία στη χώρα δεν κινδυνεύει μόνο από τη μεταχείριση που της επιφυλάσσει καθημερινά ο ΣΥΡΙΖΑ. Μέρος της ευθύνης ανήκει και εμάς αν δεν καταβάλουμε όλες τις αναγκαίες προσπάθειες για τη συνένωση του κατακερματισμένου χώρου της ιστορικής Δημοκρατικής Παράταξης. Οσο καθυστερούμε, τόσο αφήνουμε το πεδίο ελεύθερο στον ΣΥΡΙΖΑ να εγκαθιδρύει την καθεστωτική του αντίληψη για τη λειτουργία των θεσμών, δηλαδή μίας μονοκομματικά ελεγχόμενης δημοκρατίας.
Του Τάκη Αναστόπουλου, Διευθυντή ε.τ. της ΕΕ και μέλος της Συντονιστικής Γραμματείας των “Κινήσεων Πολιτών για τη Σοσιαλδημοκρατία”