Το μέλλον της ελευθερίας του λόγου συνδέεται άρρηκτα με τις ψηφιακές πλατφόρμες και πιο συγκεκριμένα με τα κοινωνικά δίκτυα. Συνακόλουθα, η ποιότητα της δημοκρατίας εξαρτάται από τον τρόπο λειτουργίας τους. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ηλεκτρονική διακίνηση πληροφοριών έχει αλλάξει ριζικά τον τρόπο που επικοινωνούμε άλλοτε με θετικό και άλλοτε με αρνητικό τρόπο. Εδώ πρέπει να επισημανθεί ότι οι ψηφιακές πλατφόρμες αποτελούν βασική πηγή διάδοσης ψευδών και κάποιες φορές κακόβουλων ειδήσεων ή πληροφοριών.
Ο διεθνής προβληματισμός σχετικά με τη δύναμη των εταιρειών που διαχειρίζονται τις πλατφόρμες είναι έντονος το τελευταίο διάστημα. Πολλοί υποστηρίζουν ότι καραδοκεί σοβαρός κίνδυνος για τη δημοκρατία από τη μεγάλη συγκέντρωση δύναμης. Η ενδεχόμενη απειλή συνδέεται με την ολιγοπωλιακή διαμόρφωση της διεθνούς αγοράς, που λειτουργεί κατά κανόνα χωρίς ουσιαστικό έλεγχο από τις ρυθμιστικές αρχές. Αντίστοιχο ζήτημα υπάρχει και στην ψηφιακή οικονομία. Κολοσσοί του ηλεκτρονικού εμπορίου, σε ορισμένες περιπτώσεις, επηρεάζουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό αφήνοντας τον τελικό καταναλωτή χωρίς προστασία.
Οι εξελίξεις τον τελευταίο καιρό στις Ηνωμένες Πολιτείες με την αποβολή του τέως προέδρου Ντόναλτ Τραμπ από το Facebook και το Twitter αναζωπύρωσαν τη διεθνή συζήτηση για τον καθοριστικό ρόλο που παίζουν οι ψηφιακές πλατφόρμες στην επεξεργασία και διακίνηση των πληροφοριών. Η συζήτηση συνεχίστηκε με αφορμή και την ένταση στην Αυστραλία όπου το διακύβευμα ήταν η διαχείριση των ειδήσεων και της ενημέρωσης μέσα από πλατφόρμες.
Η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει αναλάβει σημαντικές θεσμικές πρωτοβουλίες για την προστασία των προσωπικών δεδομένων και παράλληλα έχει ξεκινήσει τη συζήτηση για τη ρύθμιση της λειτουργίας των μεγάλων εταιρειών στην αγορά της ψηφιακής οικονομίας. Κάποιες φωνές, όπως του Γάλλου προέδρου Μακρόν, προτείνουν διεθνή ρύθμιση. Είναι μάλλον προφανές ότι μια χώρα από μόνη της είναι πολύ δυσκολότερο να προωθήσει την όποια ρύθμιση, αν και υπάρχουν εθνικές ρυθμίσεις σε θέματα προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας ή των συνθηκών της ψηφιακής εργασίας.
Υποστηρίζεται από πολλούς πως οι νόμοι που αφορούν τα παλαιότερα μέσα όπως οι εφημερίδες, το ραδιόφωνο και η τηλεόραση θα πρέπει να επεκταθούν και στα κοινωνικά δίκτυα. Ετσι, μέσω του ελέγχου ή της εποπτείας σε θέματα διαφήμισης και ταυτοποίησης, μπορεί να επιτευχθεί μια πρώτη ρύθμιση. Επίσης, πολλοί προτείνουν οι ιδιοκτήτες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης να είναι εξίσου υπεύθυνοι όσο οι εκδότες μιας εφημερίδας ή ενός ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού σταθμού, για το τι εμφανίζεται στις πλατφόρμες τους. Αλλοι προτείνουν την άμεση εφαρμογή της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας και πρακτικής με την υποχρεωτική κατάτμηση των δραστηριοτήτων των εταιρειών αυτών.
Στις μεγάλες ψηφιακές πλατφόρμες το κάθε άτομο που χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες αποδέχεται τους όρους χρήσης τους (Terms of service). Πρόκειται για μια ιδιωτική συμφωνία προσχώρησης του κάθε χρήστη χωριστά. Οι συμφωνίες αυτές περιγράφουν τα δικαιώματα των χρηστών και τα όρια που θέτει η πλατφόρμα και συνήθως είναι συμβατές με το αμερικανικό δίκαιο. Η ηθική διάσταση των συμφωνιών αυτών στηρίζεται στην αγγλοσαξονική παράδοση του φιλελευθερισμού. Η ελευθερία του λόγου είναι βασική αρχή στο σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών. Δεν μπορεί να υπάρξει νομοθεσία για να περιορίσει την ελευθερία του λόγου (1η τροπολογία του αμερικανικού συντάγματος). Περιορισμός μπορεί να υπάρξει μόνον εφόσον προκαλείται βλάβη σε κάποιον.
Η αρχή της μη βλάβης (The no harm principle) έχει τις ρίζες της στον πατέρα του φιλελευθερισμού Τζον Στιούαρτ Μιλ, και λέει ότι οι άνθρωποι πρέπει να είναι ελεύθεροι να δρουν με τον τρόπο που κρίνουν εκτός εάν οι πράξεις τους βλάπτουν κάποιον άλλο. Αυτός ο ευρέως διαδεδομένος κανόνας ηθικής συμπεριφοράς σε σχέση με τα όρια της ελευθερίας αποτελεί ένα αρχέτυπο αυτορρύθμισης και στα κοινωνικά δίκτυα. Ο κανόνας αυτός δεν μπορεί να τηρηθεί εύκολα στον ψηφιακό κόσμο γι’ αυτό και η επικρατούσα τάση βασίζεται στο κριτήριο της αποφυγής της προσωπικής βλάβης (personal harm) και της πρόληψής της.
Η ελευθερία του λόγου δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να περιοριστεί παρά μόνον εάν με αυτήν παραβιάζονται ανθρώπινα δικαιώματα. Η διαφωνία αποτελεί χωρίς αμφιβολία αναπόσπαστο μέρος της ελευθερίας του λόγου, με αποτέλεσμα να λέει κάποιος στο πλαίσιο μιας συζήτησης κάτι που δεν είναι αληθές. Αυτό βέβαια είναι κάτι διαφορετικό από την παραποίηση και την παραπληροφόρηση που μπορεί να προκαλέσει βλάβη. Τα όρια ανάμεσα σε αυτές τις περιπτώσεις είναι πολύ λεπτά και συχνά δυσδιάκριτα.
Το βασικό ερώτημα είναι ποιος μπορεί να τα αξιολογήσει και πώς μπορεί κάποιος χρήστης να ζητήσει νομική ή άλλη συνδρομή. Η αναζήτηση λύσης με νομικά χαρακτηριστικά προϋποθέτει την ταυτοποίηση των χρηστών, την αποτροπή χρήσης ψευδών στοιχείων και τον περιορισμό της ανωνυμίας. Πρόκειται για μια δύσκολη αντιμετώπιση. Μια λύση που έχει προταθεί είναι η συνύπαρξη ψηφιακού διαβατηρίου με επιλεγόμενη ανωνυμία για συγκεκριμένες ψηφιακές συναλλαγές, ώστε να προστατεύεται και ο ιδιωτικός βίος και τα προσωπικά δεδομένα των χρηστών. Για παράδειγμα, η θεσμοθέτηση της ψηφιακής ταυτότητας σε συνδυασμό με τα κινητά τηλέφωνα με δυνατότητα ανωνυμίας, ώστε να προστατεύονται τα προσωπικά δεδομένα που δημιουργούνται από τη χρήση εφαρμογών του Διαδικτύου.
* Ο κ. Θόδωρος Καρούνος είναι ερευνητής στο ΕΜΠ.
** Ο κ. Πέτρος Στεφανέας είναι επίκουρος καθηγητής στο ΕΜΠ.
—
Πηγή άρθρου: kathimerini.gr