Τα διαδικαστικά ζητήματα μιάς μείζονος πολιτικής συνάντησης διαλόγου και αποφάσεων έχουν ασφαλώς την σημασία τους: συμμετέχουσες οντότητες και προϋποθέσεις συμμετοχής, τρόπος ανάδειξης συνέδρων, έκταση και δεσμευτικότητα των αποφάσεων, όλα αυτά τα «τεχνικά» θέματα έχουν πολιτικό περιεχόμενο και πολιτικές συνέπειες. Στην περίπτωση όμως του συνεδρίου της ΔΗΣΥ η πολιτική ουσία βρίσκεται αλλού.
Διακηρυγμένος στόχος υπήρξε εξ αρχής η σύγκληση ενός συνεδρίου της κεντρο-αριστεράς «ανοιχτού στην κοινωνία». Μια τέτοια αναφορά είναι αναμενόμενη από μια πολιτική παράταξη που κυριάρχησε επί 35 χρόνια στην πολιτική σκηνή της χώρας, εν συνεχεία ηττήθηκε και συρρικνώθηκε και τώρα αναζητά την επανασύνδεσή της με την ελληνική κοινωνία και την εκ νέου ανάδειξή της σε πλειοψηφικό ρεύμα
Τι μπορεί να σημαίνει ωστόσο πρακτικά ένα συνέδριο «ανοικτό στην κοινωνία»; Η κατά γράμμα ερμηνεία παραπέμπει στην μαζική συμμετοχή στις συνεδριακές διαδικασίες ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων, προφανώς των κομματικά απογοητευμένων και ανένταχτων πολιτών. Μια συσταλτικότερη ανάγνωση μας παραπέμπει στην προσέλκυση των πολιτών εκείνων που στο παρελθόν υπήρξαν μέλη, φίλοι ή ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ και εν συνεχεία το εγκατέλειψαν μετακινούμενοι κυρίως προς τον ΣΥΡΙΖΑ.
Υπάρχουν όμως οι προϋποθέσεις για έναν τέτοιο πολιτικό «επαναπατρισμό»; Αγγίζει πράγματι το εγχείρημα ανασυγκρότησης της κεντρο-αριστεράς ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις οι οποίες το παρακολουθούν και αναζητούν τρόπους να συνδεθούν με αυτό; Μπορεί να λειτουργήσει το συνέδριο ως δίαυλος μαζικής επανένταξης των προοδευτικών πολιτών στο νέο κομματικό σχηματισμό;
Η καθημερινή εμπειρία όσων εμπλέκονται στις διαδικασίες της ανασυγκρότησης του χώρου μαρτυρά ότι, δυστυχώς, τίποτε από τα παραπάνω δεν συμβαίνει. Οι διαδικασίες αυτές αφορούν ένα περιορισμένο αριθμό προσώπων που μετέχουν οργανωτικά στις συλλογικότητες του χώρου ενώ παραμένουν απόμακρες για το προοδευτικό της κομμάτι της ευρύτερης κοινωνίας. Η ανασυγκρότηση παραμένει υπόθεση των οργανωμένων και μόνο δυνάμεων που, επι πλέον, δυσκολεύονται να συγχρονίσουν τον βηματισμό τους.
Η αδυναμία συγκλίσεων οφείλεται πρωτίστως στο ότι η ελληνική σοσιαλδημοκρατία, όπως και η ευρωπαϊκή γενικότερα, αδυνατεί να αρθρώσει έναν καινοτόμο και διακριτό πολιτικό λόγο. Αδυνατεί να προσφέρει στους πολίτες ένα νέο όραμα ευημερίας και ανάπτυξης που να αντιστοιχεί στην εποχή μας και να απαντά στα προβλήματα του παρόντος και όχι σε εκείνα του παρελθόντος. Ακόμα χειρότερα, αδυνατεί να αντιληφθεί την αναγκαιότητα μιάς τέτοιας ριζικής ιδεολογικής ανανέωσης παραμένοντας εγκλωβισμένη σε παρωχημένα διλήμματα μεταξύ του παραδοσιακού σοσιαλιστικού κρατισμού και του «μπλαιρικού» τρίτου δρόμου.
Η ανυπαρξία ιδεολογικής και προγραμματικής ανανέωσης υποσκάπτει και τις δυνατότητες πολιτικής ενότητας. Οι πολιτικές οντότητες του χώρου παγιδεύονται στις ιστορικές αντιθέσεις τους: αντί να αναζητήσουν τον διακριτό και αυτοτελή πολιτικό λόγο της σύγχρονης σοσιαλιστικής αριστεράς, λόγο που θα επέτρεπε την υπέρβαση των παραδοσιακών «ενδο-παραταξιακών» διαχωριστικών γραμμών και θα οδηγούσε σε ένα ενιαίο και σύγχρονο κόμμα =, αντίθετα τις αναπαράγουν. Η αναπαραγωγή της αντιπαράθεσης μεταξύ «αριστερών» και «εκσυγχρονιστών» οδηγεί συνολικά την παράταξη στον πολιτικό ετεροκαθορισμό. Αντί οι ιδεολογικές και στρατηγικές παράμετροι να καθορίζουν την τακτική των συμμαχιών έρχεται η τακτική των συμμαχιών να υποκαταστήσει την ιδεολογία. Δεν καθοριζόμαστε ιδεολογικά από το τι πρεσβεύουμε αλλά ορίζουμε το ιδεολογικό μας στίγμα διακηρύσσοντας (ή υπονοώντας) με ποιόν σκοπεύουμε να συγκυβερνήσουμε!
Έτσι όμως αποκηρύσσουμε εμπράκτως την αυτοτέλειά μας και το εγχείρημα της σοσιαλδημοκρατικής ανασυγκρότησής στην χώρα μας αυτοακυρώνεται.
Με βάση την ανάλυση που προηγήθηκε προκύπτει νομίζω εύκολα το συμπέρασμα ότι η ακριβής φυσιογνωμία του συνεδρίου της ΔΗΣΥ δεν αποτελεί ζήτημα πολιτικής ουσίας . Από την στιγμή που οι δύο «ιστορικές» τάσεις του σοσιαλδημοκρατικού χώρου επιλέγουν τον πολιτικό ετεροκαθορισμό και τον χωριστό βηματισμό, σταθμίζοντας μάλιστα τα πολιτικά πράγματα με βάση όχι τόσο την ιδεολογική προοπτική αλλά κυρίως την (αβέβαιη) εκλογική συγκυρία, καθίσταται προφανές ότι κανένα συνέδριο δεν πρόκειται, στις τρέχουσες συνθήκες, να αποκαταστήσει την ενότητα και πολύ περισσότερο να αναγεννήσει την παράταξη. Ιδίως όταν η κοινωνία είναι εξ ορισμού απούσα.
Δεν θα πρέπει λοιπόν το συνέδριο να ανάγεται σε μείζον πολιτικό διακύβευμα, μεταφέροντας στο εσωτερικό των Κινήσεων εντάσεις και φυγόκεντρες δυναμικές που δεν συνάδουν με τον ρόλο του καταλύτη της πολιτικής αναγέννησης του χώρου που φιλοδοξούν να διαδραματίσουν.
Ας δούμε την συνδιάσκεψη των Κινήσεων αλλά και την συμμετοχή μας στον προσυνεδριακό διάλογο της ΔΗΣΥ σαν μια νέα ευκαιρία να θέσουμε την συζήτηση σε διαφορετικές βάσεις:
- να συζητήσουμε για τις αιτίες της σοσιαλδημοκρατικής παρακμής στην Ελλάδα και την Ευρώπη,
- να προβληματιστούμε για την ιδεολογική της ανανέωση,
- να εστιαστούμε στο πως μπορεί να παραχθεί ένα σοσιαλδημοκρατικό πολιτικό πρόγραμμα διακριτό τόσο από τις κρατικιστικές πρακτικές όσο και από τις νέο-φιλελεύθερες επαγγελίες
- να προσεγγίσουμε πρόσωπα από τους χώρους της επιστήμης, της εργασίας της τέχνης που δεν προβληματίζονται εάν η κεντρο-αριστερά θα συνταχθεί με την ΝΔ ή τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά ενδιαφέρονται να συμπράξουν στον σχεδιασμό τεκμηριωμένων πολιτικών
Έχουμε θέσει ως στόχους την ενότητα και την ανανέωση. Δεν πρόκειται όμως για στόχους παράλληλους και ισότιμους. Η ιδεολογική και προγραμματική ανανέωση είναι προϋπόθεση της επανασύνδεσης με την κοινωνία. Και μόνον η επανασύνδεση με την κοινωνία θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις της ουσιαστικής ενότητας του χώρου.
Ο Θ.Ν. Τσέκος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Δημόσιας Διοίκησης και μέλος της Συντονιστικής Γραμματείας των Κινήσεων Πολιτών για την Σοσιαλδημοκρατία.