1. Θα ζητούσε αυθορμήτως ίσως συγγνώμη για τα πολλά ψέματα που είπε και τις αυταπάτες που είχε ομολογώντας ότι «Κάθε του προσδοκία βγήκε λανθασμένη / Φαντάζονταν έργα να κάμει ξακουστά / Και τώρα; Τώρα απελπισία και καϋμός…» («Δημητρίου Σωτήρος, 162-150 π.Χ.»).
2. Θα ανησυχούσε μήπως «κ’ οι Αλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό / ως είναι το συνήθειο τους οι απαίσιοι» καθώς ο «Ηγεμών» «Μήτε βαθύς στις σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε / Ενας τυχαίος, αστείος άνθρωπος / πήρε όνομα Ελληνικό, ντύθηκε σαν τους Ελληνας / έμαθε πάνω κάτω σαν τους Ελληνας να φέρεται / κ’ έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι / μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά…» («Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης»).
3. Θα επισκοπούσε τον περίγυρό του και θα διαπίστωνε ότι «Ηταν ο Επαρχος μωρός / κ’ οι πέριξ του ξόανα επίσημα και σοβαροφανή / τρισβάρβαρα τα ελληνικά των οι άθλιοι» (από τη «Σχολήν του Περιώνυμου Φιλοσόφου»).
4. Σε ένα ακόμη ίσως τηλέφωνο στην κυρία Α. Μέρκελ θα διερωτάτο: «Και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς τους βαρβάρους; / Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις»(«Περιμένοντας τους Βαρβάρους»).
5. Και θα μονολογούσε αυτάρεσκα ίσως: «Τι συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος / για τα ωραία και μεγάλα έργα / η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα / ενθάρρυνσι κ’ επιτυχία να σου αρνείται / να σ’ εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες / και μικροπρέπειες κι αδιαφορίες / Και τι φρίκη η μέρα που ενδίδεις (η μέρα που αφέθηκες κ’ ενδίδεις) / και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα(διάβαζε, π.χ., Βερολίνο) / και πιαίνεις στον μονάρχην Αρταξέρξη (διάβαζε, π.χ., Α. Μέρκελ)που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του / και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια…» («Η Σατραπεία»).
6. Αλλά «Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή / Και τις φιλοδοξίες σου να υπερνικήσεις / αν δεν μπορείς με δισταγμό και προφυλάξεις / να τες ακολουθείς. Κι’ όσο εμπροστά προβαίνεις / τόσο εξεταστική προσεκτική να είσαι / Κι όταν φθάσεις στην ακμή σου, Καίσαρ πια/ έτσι περιώνυμου ανθρώπου σχήμα όταν λάβεις / τότε κυρίως πρόσεξε σαν βγεις στον δρόμον έξω / εξουσιαστής περίβλεπτος με συνοδεία / αν τύχει και σε πλησιάσει από τον όχλο κανένας Αρτεμίδωρος…» («Μάρτιαι Ειδοί»).
7. Και όλα αυτά «Μέσα στον φόβο και στες υποψίες, / με ταραγμένο νου και τρομαγμένα μάτια, / λυώνουμε και σχεδιάζουμε το πώς να κάμουμε / για ν’ αποφύγουμε τον βέβαιο τον κίνδυνο που έτσι φρικτά μας απειλεί. / Κι όμως λανθάνουμε, δεν είν’ αυτός στον δρόμο / ψεύτικα ήσαν τα μηνύματα (ή δεν τ’ ακούσαμε, ή δεν τα νοιώσαμε καλά). Αλλη καταστροφή, που δεν την φανταζόμεθαν, / εξαφνική, ραγδαία πέφτει επάνω μας, / κι ανέτοιμους – πού πια καιρός – μας συνεπαίρνει» («Τελειωμένα»).
8. Η… αυτοεκτίμησή του όμως παραμένει. «Οι ελαφροί ας με λέγουν ελαφρόν / Στα σοβαρά ήμουν πάντοτε / επιμελέστατος. Και θα επιμείνω / ότι κανείς καλύτερα μου δεν γνωρίζει / Πατέρας ή Γραφάς (διάβαζε, π.χ., Μαρξ και Κεφάλαιο) ή τους Κανόνας των Συνόδων(διάβαζε, π.χ., κομματικά συνέδρια)» («Βυζαντινός Αρχων, Εξόριστος Στιχουργών»), όμως…
9. «Ομως η πτώσις μας είναι βεβαία. Επάνω / στα τείχη άρχισεν ήδη ο θρήνος / των ημερών μας αναμνήσεις κλαίν κ’ αισθήματα» («Τρώες»).
10. Γι’ αυτό «Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος / αποχαιρέτα την την Αλεξάνδρεια που φεύγει» («Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον»).
Αλλά μήπως τελικά θα ήταν καλύτερο ο «Ηγεμών» να μη διαβάσει Καβάφη, εκτός αν επέλεγε μόνο «Το Πρώτο Σκαλί» μουρμουρίζοντας αποχωρώντας: «Εδώ που έφθασες λίγο δεν είναι»…
Ο κ. Παναγιώτης Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος της Συντονιστικής Γραμματείας των “Κινήσεων Πολιτών για τη Σοσιαλδημοκρατία”.