ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΑΙ ΝΕΟ-ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ, του Θεόδωρου Ν. Τσέκου

Κανείς δεν υποστηρίζει ότι ο αυξημένος πληθωρισμός και τα υψηλά χρέη αποτελούν βιώσιμες καταστάσεις.

Το ερώτημα είναι αν ο φόβος ενός (ελεγχόμενου) πληθωρισμού θα πρέπει να αποτελέσει εμπόδιο για τις αναγκαίες σε έκταση και ένταση αντικυκλικές παρεμβάσεις όταν αυτές απαιτούνται.

Και ασφαλώς ως αντικυκλική πολιτική δεν νοείται το να «πετάς λεφτά από το αεροπλάνο» αλλά στοχευμένη και επαρκής αύξηση της ρευστότητας και της ζήτησης συνοδευόμενη από δομικές μεταρρυθμίσεις που θα εγγυώνται ότι θα ενισχυθεί η παραγωγή και η παραγωγικότητα.

Και βλέπουμε εδώ να προτείνονται δύο αντίθετες πολιτικές

Τζο Μπάϊντεν: «Τα εταιρικά κέρδη είναι τα υψηλότερα εδώ και δεκαετίες ενώ οι αμοιβές  των εργαζομένων είναι οι χαμηλότερες των τελευταίων 70 ετών.  Έχουμε λοιπόν  άφθονο χώρο για να αυξήσουμε τις αμοιβές των εργαζομένων χωρίς να αυξήσουμε τις τιμές των προϊόντων…Η αύξηση των μισθών δεν είναι σφάλμα, είναι μέσο.  .  .  Αντί να έχουμε τους εργαζόμενους να ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον για θέσεις εργασίας που σπανίζουν, θέλουμε οι εργοδότες να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για να προσελκύσουν εργαζόμενους ».

Τζάνετ Γέλεν, Υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ: «Ο πληθωρισμός που καταγράφεται πρόσφατα θα είναι προσωρινός, δεν είναι ενδημικός. Περιμένω να διαρκέσει αρκετούς ακόμη μήνες και να έχουμε υψηλούς ετήσιους ρυθμούς πληθωρισμού έως το τέλος του τρέχοντος έτους»

Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε: «Η δημοσιονομική πολιτική που χρηματοδοτείται από το χρέος πρέπει να αντισταθμίζεται από νομισματικά μέτρα.  Η νομισματική προσφορά στην ευρωζώνη αυξήθηκε μαζικά, χωρίς να αντισταθμίζεται επαρκώς από την αύξηση του όγκου αγαθών και υπηρεσιών.  Αυτό ενισχύει τις πληθωριστικές προσδοκίες των επιχειρήσεων και των ιδιωτικών νοικοκυριών.  Με αυτόν τον τρόπο, η ευρωζώνη κινδυνεύει από νομισματική υποτίμηση που θα μπορούσε να αποκτήσει μεγάλη δυναμική…

….Η εμπειρία δείχνει ότι οι ισορροπημένοι προϋπολογισμοί σε χώρες με υψηλά επίπεδα χρέους είναι σχεδόν ανέφικτοι χωρίς εξωτερική πίεση.  Αφήνοντας στην διακριτική τους ευχέρεια , τα μέλη μιας συνομοσπονδίας κρατών είναι πιθανό να υποκύψουν στον πειρασμό να επιβαρύνουν τα χρέη εις βάρος της κοινότητας.  Έχω συζητήσει αυτόν τον «ηθικό κίνδυνο» με τον Mario Draghi πολλές φορές.  Πάντα συμφωνούσαμε ότι, δεδομένης της δομής της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης, η ανταγωνιστικότητα και οι βιώσιμες χρηματοοικονομικές πολιτικές αποτελούν ευθύνη των κρατών μελών. Είμαι βέβαιος ότι σκοπεύει να υποστηρίξει αυτήν την αρχή ως πρωθυπουργός της Ιταλίας.  Είναι σημαντικό για την Ιταλία και την ΕΕ συνολικά.  Διαφορετικά, θα χρειαστούμε ένα ευρωπαϊκό θεσμικό όργανο με αρμοδιότητες για την επιβολή της συμμόρφωσης με τους από κοινού συμφωνημένους κανόνες  Αυτό θα απαιτούσε τροποποιήσεις της Συνθήκης.»

Απέναντι στην πολιτική Μπάϊντεν που βασίζεται στις μαζικές δημόσιες επενδύσεις και στην ενίσχυση της ζήτησης ο Σόιμπλε αντιτάσσει ξανά πολιτικές λιτότητας και προειδοποιεί (κυρίως) τον Νότο, στο πρόσωπο του Ντράγκι, με θεσμικές πιέσεις και καταναγκασμούς.

Ως μέγιστο κίνδυνο για την Ευρώπη επισείει δε τον αμερικανικό ανταγωνισμό , ο οποίος όμως αναμένεται να ενισχυθεί επικινδύνως με εφαρμογή της ακριβώς αντίθετης πολιτικής από αυτήν που προτείνει ο ίδιος !

Το Ινστιτούτο Bruegel, που δεν είναι ακριβώς ριζοσπαστικό και ανατρεπτικό,  σε policy paper που υπέβαλε προς το Ecofin, τοποθετείται με σαφήνεια υπέρ της επεκτατικής πολιτικής. Αυτής που εφαρμόζεται από τον Πρόεδρο Μπάϊντεν και όχι αυτής που πρεσβεύει ο κος Σόιμπλε.

Το ίδιο και η Κριστίν Λαγκάρντ  που υιοθετεί αντίστοιχη οπτική με την Υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ Τζάνετ Γέλεν , περί συγκυριακού χαρακτήρα του τρέχοντος πληθωρισμού, σε αντίθεση με την “πληθωριστική κινδυνολογία” του Σόιμπλε.

Είναι σαφές λοιπόν ότι οι εποχές TINA (There Is No Alternative) έχουν πλέον παρέλθει. Υπάρχουν δύο δρόμοι και οι policy makers ευρίσκονται ενώπιον επιλογών.

Η τρέχουσα συζήτηση για την διάρκεια και την ένταση της επεκτατικής οικονομικής πολιτικής αποτελεί ευκαιρία να διακρίνουμε την ύπαρξη μιας φιλελεύθερης και μιας νεο-φιλελεύθερης προσέγγισης που καθόλου δεν ταυτίζονται. Και οι διαφορές τους αναδεικνύονται τις κρίσιμες στιγμές όταν οι αποφασίζοντες τίθενται ενώπιον επιλογών.

Φιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές είναι εκείνες που υποστηρίζουν την “κοινωνική οικονομία της αγοράς”. Μιάς αγοράς που σύμφωνα με τον Άνταμ Σμιθ είναι μέσο προαγωγής του δημοσίου συμφέροντος. Που παράγει τον πλούτο αλλά, όπως η ιστορική εμπειρία μας δείχνει, χρειάζεται ρυθμίσεις, προστασία του ανταγωνισμού και διορθωτικές παρεμβάσεις μέσω αντικυκλικών και αναδιανεμητικών πολιτικών.

Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές εστιάζονται στους αυτοματισμούς της αγοράς με βασικό μέλημα την μείωση του κόστους εργασίας και τον περιορισμό της δημοσιονομικής επέκτασης. Χρησιμοποιούν δε, εν προκειμένω, την πληθωριστική κινδυνολογία, όχι τόσο λόγω φόβου της ασθένειας (πληθωρισμός) αλλά της θεραπείας (πολιτικές ενίσχυσης της ζήτησης χρηματοδοτούμενες από φορολόγηση του πλούτου).

Σημειώνεται ότι ο προϋπολογισμός του Προέδρου Μπάϊντεν προβλέπει δαπάνες 5 τρις σε βάθος δεκαετίας εκ των οποίων τα 3,6  τρις θα προέλθουν από φορολόγηση  του μεγάλου πλούτου, άνω των 400.000 $ ετησίως, και των κερδοφόρων μεγάλων επιχειρήσεων που σήμερα απαλλάσσονται. Το πόσο είναι οικονομικά και πολιτικά εφικτό κάτι τέτοιο ή θα απαιτηθεί και διεύρυνση της φορολογικής βάσης μένει να αποδειχθεί. Ωστόσο μια τέτοια πολιτική κινείται εκτός του δόγματος πως οποιαδήποτε δημοσιονομική επέκταση συνεπάγεται αύξηση του χρέους.

Εγγραφή
Ειδοποίηση για

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

0 Comments
Ενσωματωμένα σχόλια
Δείτε όλα τα σχόλια