Κοινωνική απόγνωση – πολιτική παράλυση, Χρίστος Αλεξόπουλος**

Η κοινωνική απόγνωση, η οποία προκαλείται τα τελευταία χρόνια της κρίσης από την αρνητική πορεία της χώρας και η παρατηρούμενη παράλυση του πολιτικού συστήματος, η οποία εκφράζεται με την έλλειψη μακροπρόθεσμου σχεδιασμού αλλά και με την αδυναμία πολιτικής επανεκκίνησης με σύγχρονα χαρακτηριστικά, διαμορφώνουν ένα εκρηκτικό και επικίνδυνο μίγμα για την προοπτική του τόπου.

Ο βαθμός διακινδύνευσης είναι υψηλός και έχει ανοδικές τάσεις, διότι τόσο το πολιτικό σύστημα όσο και η κοινωνία δεν αναπτύσσουν δυναμική υπέρβασης του τρόπου σκέψης και λειτουργίας τους. Η αντίδραση μάλιστα της πλειοψηφίας των πολιτών επηρεάζεται από το θυμικό, δεν βασίζεται σε ορθολογική προσέγγιση της πραγματικότητας.

Βέβαια πρέπει να επισημανθεί, ότι η στασιμότητα τροφοδοτείται και από το γενικότερο κλίμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία κινείται με πολύ αργούς ρυθμούς στο επίπεδο της πολιτικής διαχείρισης της πορείας προς το μέλλον. Με αυτό τον τρόπο παραμένουν σε ισχύ οι παθογένειες των εθνικών πολιτικών συστημάτων, ενώ δεν προωθείται η δημιουργία των προϋποθέσεων για την διαμόρφωση των αναγκαίων συνθηκών για τον πολιτικό μετασχηματισμό σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

 

Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πραγματικότητας είναι η κατάσταση στην Ελλάδα. Ενδεικτικά είναι ορισμένα στοιχεία, τα οποία δημοσιοποιήθηκαν τον Δεκέμβριο του 2015 από το Ευρωβαρόμετρο.

Σύμφωνα με έρευνα, που πραγματοποιήθηκε, το 60% των Ελλήνων δηλώνουν μη ικανοποιημένοι από την ζωή τους (Μέσος όρος στην Ε.Ε. των 28 είναι 19%).

Επίσης το 83% δεν έχει εμπιστοσύνη στο μέλλον (Μ.Ο. στην Ε.Ε. των 28 είναι 32%).

Το 92% θεωρεί, πως ήταν σε καλύτερη κατάσταση παλαιότερα (Μ.Ο. στην Ε.Ε. των 28 είναι 55%).

Το 52% δηλώνει, ότι η επαγγελματική του κατάσταση είναι κακή (Μ.Ο. στην Ε.Ε. των 28 είναι 25%).

Το 70% πιστεύει, ότι η επαγγελματική του κατάσταση θα χειροτερέψει στους επόμενους 12 μήνες.

Το 97% χαρακτηρίζει κακή την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και το 70% πιστεύει, πως θα χειροτερεύσει στους επόμενους 12 μήνες.

 

Συμπληρωματικά στοιχεία ως προς την αντίδραση της ελληνικής κοινωνίας σε συνθήκες κρίσης παρέχει και μια έρευνα της εταιρείας MRB, η οποία πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό της εφημερίδας Realnews. Τα συναισθήματα για την πορεία της χώρας, την οικονομία και την προσωπική οικονομική κατάσταση είναι: ανησυχία 42,6%, οργή 32,4%, φόβος 18,8%, ντροπή 18,6%. Γενικά δε σε σχέση με την πορεία της χώρας το 81,4% θεωρεί, ότι τα πράγματα θα πάνε πολύ ή αρκετά άσχημα.

Ιδιαίτερα σημαντική παράμετρος για την διαμόρφωση κλίματος απαισιοδοξίας και απόγνωσης είναι το γεγονός, ότι η Ελλάδα συμβάλλει ελάχιστα στην εξέλιξη των νέων.

Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της PwC (Pricewaterhouse Coopers) η Ελλάδα βρίσκεται στην 32η θέση ματαξύ των 34 χωρών μελών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Για την κατάταξη των χωρών συγκρίνονται στοιχεία σχετικά με την συμμετοχή των νέων στην απασχόληση, στην εκπαίδευση και στην κατάρτιση (Το Βήμα online, 11.12.2015).

 

Στην αντίπερα όχθη της πολιτικής οι αρνητικές και επικίνδυνες συνθήκες, οι οποίες έχουν διαμορφωθεί στην κοινωνία, δεν φαίνεται να γίνονται αντιληπτές. Το πολιτικό σύστημα, είτε διαχειρίζεται κυβερνητική εξουσία, είτε λειτουργεί στο χώρο της αντιπολίτευσης, δίνει την  εντύπωση της παράλυσης και της αδυναμίας προσέγγισης της πραγματικότητας.

Συνεχίζει την αναπαραγωγή των παθογενειών του, από την ιδεοληπτική ερμηνεία της πραγματικότητας και την πελατειακή αντιμετώπιση των πολιτών μέχρι την καφενειακού τύπου «πολιτική» λειτουργία και την απουσία μακροπρόθεσμου, συγκεκριμένου και κοστολογημένου πολιτικού σχεδιασμού με οδικό χάρτη επίτευξης στόχων.

Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί ο προσανατολισμός του στο παρελθόν και η έλλειψη της ικανότητας δημιουργίας των οργανωτικών προϋποθέσεων στο κομματικό επίπεδο, ώστε να είναι σε θέση να συμπορεύεται, ως προς την σχεδίαση και εφαρμογή πολιτικής, με το υπόλοιπο ανεπτυγμένο τμήμα του πλανήτη για την ευημερία των πολιτών.

Η πολιτική παράλυση δε έχει φτάσει σε τέτοιο επίπεδο, που δεν ευαισθητοποιούνται κόμματα και πολιτικό προσωπικό από την αποστασιοποίηση των πολιτών από την πολιτική και την ενεργοποίηση του θυμικού στη θέση της λογικής, όταν διαμορφώνουν πολιτική στάση.

 

Μερικά παραδείγματα τόσο από την κυβερνητική πλευρά όσο και από αυτήν της αντιπολίτευσης προκαλούν ανησυχία λόγω του εύρους του προβλήματος και των κινδύνων, που απορρέουν από αυτό.

Πολύ ενδιαφέρον παρουσιάζει η συνέντευξη του Υπουργού Εξωτερικών Ν. Κοτζιά στην εφημερίδα Αυγή (25.12.2015). «Θέλουμε να κάνουμε την Ελλάδα ενεργειακό κέντρο. Αυτό θα αναβαθμίσει τις γεωπολιτικές και γεωοικονομικές δυνατότητες μας. Θα μας δώσει τη δυνατότητα να έχουμε ενέργεια σε ανταγωνιστικό κόστος και τιμές. Θα συμβάλλει στην σταθερότητα στην περιοχή» επεσήμανε ο υπουργός.

Στις αρχές του Δεκέμβρη η Ελλάδα μαζί με όλα τα κράτη μέλη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών στη Διάσκεψη για το Κλίμα στο Παρίσι υποτίθεται, ότι δεσμεύθηκε για μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, ώστε η άνοδος της θερμοκρασίας να μην υπερβεί τους 2 βαθμούς Κελσίου. Και ενώ η Ελλάδα διαθέτει πλούσιο ηλιακό και αιολικό δυναμικό για την παραγωγή καθαρής ενέργειας, τόσο για την κάλυψη των δικών της αναγκών όσο και για εξαγωγή, η κυβέρνηση προσανατολίζεται στις συμβατικές ορυκτές πηγές ενέργειας. Και αυτό παρά το γεγονός, ότι υπάρχουν πλέον ανταγωνιστικές τεχνολογίες για την παραγωγή καθαρής ενέργειας (ηλιοθερμικές τεχνολογίες).

Ο απλός πολίτης αναρωτιέται, εάν υπάρχει λογική συνέπεια στην πολιτική της κυβέρνησης στον ενεργειακό τομέα καθώς και μακροπρόθεσμος ενεργειακός σχεδιασμός, ο οποίος θα διασφαλίζει το μέλλον όχι μόνο ενεργειακά αλλά και σε σχέση με την κλιματική αλλαγή και τις επιπτώσεις της. Είναι εμφανές, ότι ο κυβερνητικός λόγος αυτοαναιρείται με την πληθώρα των αντιφάσεων, που τον χαρακτηρίζουν.

Σε άλλο σημείο της συνέντευξης ο υπουργός θεωρεί, ότι «η άνοδος της ακροδεξιάς στη Γαλλία και σε ορισμένες άλλες χώρες της Ε.Ε. έχει να κάνει επίσης με την υποτίμηση του στοιχείου της σύνδεσης δικαιωμάτων και δυνατοτήτων των εργαζομένων με το εθνικό κράτος, τους φόβους και κινδύνους, που φέρνει η παγκοσμιοποίηση. Γι’ αυτό και υπογραμμίζω την ανάγκη θετικής διασύνδεσης της Αριστεράς με ζητήματα πολιτισμικής και ιστορικής ταυτότητας, με τον πατριωτισμό».

Η ιδεοληπτική προσέγγιση της πραγματικότητας στο επικοινωνιακό επίπεδο δεν έχει όρια. Στη σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα της καταναλωτικής κοινωνίας του θεάματος τα πολιτισμικά πρότυπα και οι αξίες δεν παράγονται στις τοπικές κοινωνίες και ιδιαιτέρως όταν αυτές είναι περιφερειακές, όπως η Ελλάδα. Είναι εμφανές, ότι η κυβέρνηση και τα κόμματα, που την συγκροτούν, δεν βασίζουν την πολιτική τους δραστηριότητα σε μια τεκμηριωμένη ανάλυση της πραγματικότητας. Αβίαστα τίθεται το ερώτημα, ποιά είναι η πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης για την πολιτική ενοποίηση, την ενιαία οικονομική διακυβέρνηση και την οικοδόμηση μιας πολυπολιτισμικής Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία θα βασίζεται στην όσμωση των διαφορετικών πολιτισμικών οντοτήτων.

Η αναφορά δε στον πατριωτισμό παραπέμπει στην κυβερνητική επιλογή να κάνει δημοψήφισμα σε σχέση με την αποδοχή ή μη της «μνημονιακής πολιτικής» και το ηχηρό «Όχι» να μετατρέπεται στην πιο σκληρή εκδοχή συμφωνίας και την υπογραφή ακόμη ενός μνημονίου με τους δανειστές εταίρους.

 

Και ενώ αυτά γίνονται στην κυβερνητική πλευρά, με αποτέλεσμα να προκαλείται οργή και ανησυχία στους πολίτες, η αντιπολίτευση, στον κόσμο της, αναπαράγει τον τρόπο σκέψης και λειτουργίας του παρελθόντος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο τρόπος, που σκέπτονται και λειτουργούν οι δύο διεκδικητές της ηγεσίας της Νέας Δημοκρατίας, οι οποίοι πέρασαν στο Β΄ γύρο.

Ο ένας αποδίδει στον άλλο νεοφιλελεύθερη πολιτική ταυτότητα, ενώ ο ίδιος διαβεβαιώνει, ότι εκφράζει την κεντροδεξιά, η οποία έχει κοινωνική ευαισθησία.

Ο άλλος θεωρεί, ότι ο ίδιος εκφράζει την ανανέωση σε αντιδιαστολή με τον έτερο διεκδικητή, ο οποίος προσωποποιεί την ακινησία και την στασιμότητα.

Κατηγορούν δε αλλήλους ως βαρώνους ή στηριζόμενους από αυτούς. Επίσης ο ένας βάζει στον άλλο την ετικέτα του υποστηρικτή του μνημονίου, ενώ ο άλλος του προσάπτει, ότι αυτό αποτελει αναπαραγωγή της επιχειρηματολογίας του ΣΥΡΙΖΑ, όταν η Νέα Δημοκρατία ήταν στην κυβέρνηση. Τέλος το δίλημμα, που θέτουν, είναι, ποιός θα κερδίσει τον Τσίπρα.

Και οι δύο δε γενικολογούν σε σχέση με την ακολουθητέα πολιτική για την έξοδο της χώρας από την κρίση, ενώ δεν κάνουν αυτοκριτική για την μεγάλη ευθύνη, η οποία βαρύνει το κόμμα τους και τους ίδιους για την πορεία της χώρας προς την κρίση. Ούτε ενημερώνουν, όσους συμμετάσχουν στις κομματικές εκλογές, για τον τρόπο αντιμετώπισης των παθογενειών του πολιτικού γίγνεσθαι στη χώρα, στο οποίο κυριαρχούσαν στο παρελθόν.

Δεν αρκεί να διαβεβαιώνεις, ότι θα εκφράσεις το νέο ή μια πολιτική με κοινωνική ευαισθησία, όταν δεν καταθέτεις συγκεκριμένη πρόταση, η οποία θα βασίζεται στη σύγχρονη πραγματικότητα σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.

 

Ο χώρος της Κεντροαριστεράς κινείται επίσης στον κόσμο του με όρους παρελθόντος ως προς την κοινωνία, στην οποία απευθύνεται και την πολιτική του ταυτότητα. Γι’ αυτό και το μόνο εμπόδιο, που βλέπει μπροστά του, είναι ο τρόπος επανασυγκόλλησης των διαφόρων εκδοχών του και όχι η αδυναμία όλων των συντελεστών του χώρου να διαλεχθούν και να αναζητήσουν το σύγχρονο περιεχόμενο της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής πρότασης.

Βέβαια δεν είναι εύκολο, διότι το παρελθόν βαραίνει την ατμόσφαιρα. Μόνο που ο χρόνος προχωρά με ταχείς ρυθμούς και δεν περιμένει, πότε θα ξυπνήσουν από το λήθαργο οι συντελεστές της κεντροαριστερής θεατρικής σκηνής.

Επίσης και οι θεατές πολίτες θα αναζητήσουν άλλο χώρο για να ακουμπήσουν τις ελπίδες τους, ακόμη και αν διαπερνώνται από τις παθογένειες του παρελθόντος, διότι και αυτοί δεν έχουν υπερβεί τα χούγια της μέχρι τώρα διαδρομής τους, από την φοροδιαφυγή μέχρι την πελατειακή λογική. Είναι οι μόνοι όμως, που δεν χαίρονται, αν και γελάνε, για το πολιτικό θέαμα, το οποίο αναπαράγεται καθημερινά εντός και εκτός Βουλής.

 

Δεν είναι τυχαίο, ότι σύμφωνα με την έρευνα της MRB το 40% των ερωτηθέντων αρνείται να επιλέξει πολιτικό σχηματισμό σε ενδεχόμενες εκλογές. Ούτε ότι το συνολικό ποσοστό των δύο μεγαλύτερων κομμάτων (ΣΥΡΙΖΑ και Νέα Δημοκρατία) δεν υπερβαίνει το 33,3%. Η δε Κεντροαριστερά (ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ και Ποτάμι) κινείται κάτω από 10%.

Το ανησυχητικό είναι, ότι η ελληνική κοινωνία δεν διαθέτει δυναμικές δομές, οι οποίες θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως καταλύτες για την έναρξη του αναγκαίου πολιτικού διαλόγου και την αναζήτηση πολιτικής έκφρασης από την κοινωνική βάση.

Εξάλλου ένας μεγάλος αριθμός νέων ανθρώπων με υψηλά προσόντα αγνόησε τον «πατριωτισμό» του Υπουργού Εξωτερικών και αναζήτησε μια αξιοπρεπή ζωή σε άλλες χώρες της Ευρώπης κυρίως. Ίσως η αναμονή για εισροή επενδύσεων με πατριωτικά χαρακτηριστικά στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης αλλάξει τα δεδομένα για τους κυβερνώντες, οι οποίοι υπερασπίζονται τα «λαϊκά συμφέροντα». Για τον ίδιο το λαό οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες θα αλλάξουν, όταν συνειδητοποιήσει, ότι πρέπει να λειτουργεί ως συλλογικό και ατομικό υποκείμενο, βασιζόμενο στον ορθολογισμό και σύγχρονες κοινωνικές αξίες.

 

**Ο Χρίστος Αλεξόπουλος είναι ερευνητής Κοινωνιολόγος

Πηγή: http://metarithmisi.gr

Εγγραφή
Ειδοποίηση για

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

0 Comments
Ενσωματωμένα σχόλια
Δείτε όλα τα σχόλια