Η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ξεκίνησε στη δεκαετία του 1950 ως ένα κατ’ ουσία εγχείρημα των κυβερνόντων κεντροδεξιών, φιλελεύθερων και συντηρητικών,κομμάτων. Η ιδεολογική φυσιογνωμία της ΕΟΚ προς μία σοσιαλδημοκρατική κατεύθυνση ξεκίνησε να αλλάζει τη δεκαετία του 1980 με την ανάληψη της προεδρίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από τον σοσιαλιστή Ζακ Ντελόρ και τη διακυβέρνηση των χωρών του μεσογειακού Νότου από σοσιαλιστές.
Σε θεσμικό πλαίσιο, μέσω των διαδοχικών συνθηκών της Ένωσης, προγραμματικές προτεραιότητες της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας ενσωματώθηκαν στο ευρωπαϊκό κεκτημένο. Σήμερα η Συνθήκη της Λισαβώνας περιλαμβάνει σημαντικές ρυθμίσεις που αποτελούν πάγια αιτήματα της Σοσιαλδημοκρατίας: η επίτευξη της «πλήρους απασχόλησης», η ενσωμάτωση της «κοινωνικής ρήτρας», η καταπολέμηση των κοινωνικών διακρίσεων, η περιβαλλοντική προστασία, η προστασία των καταναλωτών, κ.α. Στην Συνθήκη έχει ενσωματωθεί και ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης, ο οποίος εκπονήθηκε από την Επιτροπή Delors με αρμόδια Επίτροπο τη Βάσω Παπανδρέου.
Σε πολιτικό όμως επίπεδο, το “κοινωνικό κεκτημένο” της ΕΕ δεν εφαρμόζεται στον επιθυμητό βαθμό, γεγονός το οποίο οφείλεται σε δύο σημαντικούς λόγους.
Η ΕΕ αποτελεί ένα κατακερματισμένο διακρατικό σύστημα διακυβέρνησης, με άνιση κατανομή αρμοδιοτήτων στη λήψη αποφάσεων μεταξύ ομόσπονδων Οργάνων και εθνικών κυβερνήσεων. Το «δικαίωμα νομοθετικής πρωτοβουλίας» ανήκει μεν τυπικά στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Συμβούλιο όμως των Υπουργών «θεσπίζει και τροποποιεί τη νομοθεσία της ΕΕ και συντονίζει τις πολιτικές της».
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καλούνται να εγκρίνουν επί της ουσίας ευρωπαϊκές πολιτικές που υπαγορεύονται από τις εθνικές κυβερνήσεις, πολλές φορές με ομοφωνία, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Xαρακτηριστικό παράδειγμα των παραπάνω είναι η οικονομική κρίση του 2008: Η Γερμανία διατηρώντας επιφυλάξεις για την ικανότητα των χωρών του Νότου να εφαρμόσουν τις μεταρρυθμίσεις και η έλλειψη εμπιστοσύνης ως προς την τεχνοκρατική επάρκεια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να διαχειριστεί την κρίση, πέτυχε η κύρια ευθύνη για τη διαχείρισή να μεταφερθεί από τους θεσμούς της Ένωσης στις πρωτεύουσες των κρατών-μελών και τελικά στο Βερολίνο, το οποίο επέβαλε τους δημοσιονομικούς στόχους που όλοι γνωρίζουμε.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, στην Ευρώπη κυριάρχησαν φιλελεύθερες ή συντηρητικές κυβερνήσεις, οι οποίες επέβαλαν την δική τους πολιτική «ατζέντα» στις στρατηγικές πολιτικές επιλογές και κατευθύνσεις της Ένωσης κατά τα κρίσιμα στάδια θεσμικής διαμόρφωσής της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα αυστηρά οικονομικά κριτήρια σύγκλισης των κρατών- μελών για την ένταξη στην ΟΝΕ, τα οποία εκφράζουν μία οικονομικά φιλελεύθερη, διαχειριστική πολιτική κατεύθυνση.
Αντίθετα, οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις απέτυχαν να προτάξουν διακριτό προγραμματικό λόγο και να εφαρμόσουν το συμφωνημένο θεσμικά «κοινωνικό κεκτημένο». Ακολούθησαν μία έντονη «πραγματιστική», διαχειριστική προσέγγιση κατά την διακυβέρνησή τους, χάνοντας το ηθικό πλεονέκτημα της εναλλακτικής, μεταρρυθμιστικής προσέγγισης στις συντηρητικές πολιτικές. Τα κόμματα του 3ουδρόμου- με προεξέχοντες τον Μπλερ και τον Στρέντερ- υιοθέτησαν πολιτικές λιτότητας και φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων, προκειμένου οι οικονομίες του να ανταπεξέλθουν στα προστάγματα της παγκοσμιοποίησης. Σε λιγότερες ισχυρές χώρες (π.χ. Ελλάδα, Ιταλία, χώρες της Ιβηρικής χερσονήσου), οι σοσιαλιστικές κυβερνήσεις έλαβαν αυστηρά δημοσιονομικά μέτρα για να ξεπεράσουν την οικονομική κρίση και να ανταποκριθούν στις μεταρρυθμίσεις που επιτάσσει η προσαρμογή στο ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Ως αποτέλεσμα, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έπαψαν να εκπροσωπούν μια κοινωνική συμμαχία των παραγωγικών δυνάμεων της μεσαίας τάξης και μετασχηματίστηκαν σε τυπικά «κόμματα του κράτους», «cartel parties», χωρίς να προτάξουν ένα είδος «κοινωνικού συμβολαίου» μεταξύ κοινωνίας και οικονομικού φιλελευθερισμού.
Ο εκτροχιασμός των δημοσιονομικών, η συνταγή αυστηρής λιτότητας, οι οξυνόμενες κοινωνικές ανισότητες, το μεταναστευτικό και η αδυναμία των «αστικών» κομμάτων να εξασφαλίσουν το κοινωνικό κράτοςσυνέθεσαν ένα σκηνικό μέσα στο οποίο οι λαϊκιστές έχουν κάνει αισθητή την παρουσία τους ως εναλλακτική πολιτική προοπτική. Μία παρουσία η οποία ενισχύεται από την πεποίθηση ότι στην ΕΕ οι αποφάσεις λαμβάνονται πίσω από κλειστές πόρτες κυβερνήσεων, ευρωπαϊκών θεσμών και του «κεφαλαίου».
Σήμερα ο λαϊκισμός εργαλειοποιεί οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα προκειμένου να ενισχύσει το ακροατήριό του, σε μία εποχή τεχνοκρατισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο και αδυναμίας των παραδοσιακών «αστικών» κομμάτων (κεντροδεξιά, σοσιαλιστικά) να θεωρείται ότι έχουν αποτύχει να διαχειριστούν ανάλογες προκλήσεις αποτελεσματικά.
Ο λαϊκισμός συνδέεται με τον «ήπιο» ευρωσκεπτικισμό, εφόσον εναντιώνεται στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και επιδιώκει τον περιορισμό της εξουσίας των Βρυξελλών προς όφελος της εθνικής εξουσίας, προφασιζόμενος το έλλειμμα δημοκρατικής νομιμοποίησης του συστήματος λήψης αποφάσεων και την κυριαρχία των οικονομικών και πολιτικών ευρωπαϊκών ελίτ απέναντι στην κοινωνία.
Τα λαϊκίστικα κόμματα κυριαρχούν εκλογικά στην ΕΕ, αντιμαχόμενα τις «καταστροφικές πολιτικές των Βρυξελλών» και προωθώντας έναν ιδιότυπο «κοινωνικό σωβινισμό», που ευαγγελίζεται την στήριξη της εθνικής παραγωγής και απασχόλησης, το «εθνικό» κοινωνικό κράτος και την «εθνική» ευημερία. Ο ριζοσπαστικός πολιτικόςλόγος των λαϊκίστικών κομμάτων έχει πλέον αποδαιμονοποιηθεί, «κανονικοποιηθεί», όχι μόνο σε επίπεδο ΜΜΕ αλλά και σε επίπεδο ψηφοφόρων.
Τέσσερις περιπτώσεις χωρών με ισχυρό «σοσιαλδημοκρατικό» προφίλ και ισχυρό κοινωνικό κράτος αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα όπου η σοσιαλδημοκρατία δεν πείθει:
Στην Ολλανδία, πρότυπο πετυχημένης συνύπαρξης κοινωνικού κράτους και φιλελεύθερης οικονομίας, ο Βίλντερς έκοψε το νήμα στις εκλογές λόγω του θυμού των ψηφοφόρων για τους υψηλούς φόρους και την ακρίβεια, το κόστος της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και το γεγονός ότι η Ολλανδία αποτελεί χώρας υποδοχής μεταναστών λόγω του υψηλού επιπέδου διαβίωσης. Στην Σουηδία, ο κεντροδεξιός κυβερνητικός συνασπισμός μειοψηφίας χρειάζεται την ψήφο ανοχής των Σουηδών Δημοκρατών για να κυβερνήσει. Οι Σουηδοί, με την ακροδεξιά 2ηκοινοβουλευτική δύναμη, μετά τους Σοσιαλδημοκράτες, βλέπουν κρίσιμες κυβερνητικές πολιτικές (μεταναστευτική, κλιματική, περιβαλλοντική, κοινωνική) να υιοθετούν προεκλογικές υποσχέσεις των Σουηδών Δημοκρατών.
Στην Πορτογαλία, παρόλο που η σοσιαλιστική κυβέρνηση έχει πετύχει να βελτιώσει τους οικονομικούς δείκτες της χώρας, σε μεγάλο βαθμό λόγω της υψηλής φορολογίας και σε βάρος του κοινωνικού κράτους, η κεντροδεξιά δε μπόρεσε να καρπωθεί τα λάθη της διακυβέρνησης Κόστα, σε αντίθεση με την ακροδεξιά, η οποία θεωρείται η νικήτρια (των πρόσφατων εθνικών εκλογών με 18% και κύρια ατζέντα πρόσφατα κυβερνητικά σκάνδαλα.
Στην Γαλλία, ο Εθνικός Συναγερμός προηγείται δημοσκοπικά εν όψει των ευρωεκλογών εστιάζοντας σε κοινωνικά ζητήματα ενίσχυσης ευπαθών ομάδων και διατήρησης της δημόσιας ασφάλειας και κοινωνικής τάξης. Ο προεδρικός υποψήφιος των άλλοτε κραταιών σοσιαλιστών έλαβε λιγότερο από 10%, ενώ το άλλοτε enfant gâté της Γαλλικής σοσιαλδημοκρατίας, ο Εμμανουέλ Μακρόν αναγκάζεται να λάβει συντηρητικά μέτρα (π.χ. επαναφορά των στολών στα σχολεία, αύξηση των μέτρων για την τήρηση της ασφάλειας, κ.α.) προκειμένου να εμποδίσει την πρωτιά Λεπέν και να διεμβολίσει το εκλογικό της κοινό.
Η απάντηση στο υπαρξιακό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι σοσιαλδημοκράτες, είναι να προωθήσουν μία δική τους μεταρρυθμιστική ατζέντα, με διακριτό πολιτικό και προγραμματικό στίγμα από τη δεξιά και την αριστερά. Οφείλουν να επαναφέρουν στο επίκεντρο την πολιτική διαχείριση της φιλελεύθερης οικονομίας και να δραστηριοποιήσουν το κοινωνικό του ακροατήριο, μέσω της διασφάλισης του κράτους δικαίου, του κράτους πρόνοιας, της κοινωνικής συνοχής, της βιώσιμης ανάπτυξης, κ.α.
Μία σημαντική παράμετρος της πολιτικής τους πρέπει να είναι η ενίσχυση του ομόσπονδου χαρακτήρα της ΕΕ. Μία συνεκτική Ευρωπαϊκή διακυβέρνηση, δημοκρατικά νομιμοποιημένη, με οριζόντια ανακατανομή των αρμοδιοτήτων και διαίρεση της κυριαρχίας μεταξύ ΕΕ και κρατών – μελών, και με ενίσχυση του νομοθετικού και εκτελεστικού βραχίονα της ΕΕ, θα αυξήσει την αποτελεσματικότητα και την ευελιξία στη χάραξη πολιτικής και θα αμβλύνει το υφιστάμενο δημοκρατικό έλλειμμα.
Επιπλέον, με την αποκέντρωση της εξουσίας και τη μεγαλύτερη συμμετοχή και ενίσχυση της παρέμβασης στη ευρωπαϊκή διακυβέρνηση της τοπικής και περιφερειακής αυτοδιοίκησης και της Κοινωνίας των Πολιτών, οι πολίτες θα νιώσουν πιο κοντά στα κέντρα λήψης των αποφάσεων και θα συμμετάσχουν στη διαμόρφωση πολιτικών.
Τέλος, μία ολοκληρωμένη Οικονομική και Νομισματικής Ένωση (ΟΝΕ), με τα απαραίτητα εργαλεία, πολιτικές και μηχανισμούς, θα συμβάλλει στην εφαρμογή αναδιανεμητικών πολιτικών σύγκλισης και συνοχής μεταξύ πιο ισχυρών και αδυνάτων κρατών- μελών, την ενδυνάμωση του «κοινωνικό βραχίονα» της και τη διασφάλιση της πρόσβασης όλων των ευρωπαίων πολιτών σε κοινωνικές υπηρεσίες και αγαθά.
Η επιτυχία του ευρωπαϊκού οικοδομήματος περνάει μέσα από το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο κοινωνικής προόδου και ενίσχυσης της δημοκρατίας, μέσω μιας μετριοπαθούς αλλά ξεκάθαρης μεταρρυθμιστικής πολιτικής. Μόνο έτσι, η ΕΕ θα πάψει να απειλείται από λαϊκίστικα κόμματα που διεκδικούν, εργαλειοποιούν και σφετερίζονται την ιδεολογία της σοσιαλδημοκρατίας, και κεντροδεξιά/ συντηρητικά κόμματα που εδραιώθηκαν σχεδόν αποκλειστικά από ένα οικονομικά φιλελεύθερο πρόγραμμα.
*Ο κ. Όθωνας Καίσαρης είναι Διεθνολόγος – Πολιτικός Επιστήμονας