Η “επιτελικότητα” του Μαξίμου υπονομεύει τη πορεία “εκσυγχρονισμού” της χώρας, Κώστας Χλωμούδης

Τελικά έγινε προσπάθεια, σε αυτήν την περίοδο πρωθυπουργίας του κου Μητσοτάκη, για οργάνωση “επιτελικού” κράτους ή χρησιμοποιήθηκε ως όρος για την διασφάλιση της συνέχειας του “πελατειακού” κράτους;

Διαμορφώθηκε ένα υπόβαθρο υποδοχής αντιλήψεων του “εκσυγχρονισμού”, έτσι όπως αυτός πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα του κεντροαριστερού Σημίτη ή απλώς αξιοποιήθηκε για ομαλή κατάληψη και έλεγχο της κεντροδεξιάς παράταξης από στελέχη νέα κοπής κεντροδεξιάς προέλευσης;

Θέματα που αφορούν στη διανομή πόρων και χρήση δημόσιας περιουσίας υπέρ δομημένων συμφερόντων, έρχονται στη δημοσιότητα, συνοδευόμενα με στοιχεία που αφορούν σε θέματα διασφάλισης των συνταγματικών δικαιωμάτων και υποβάθμισης στοιχείων του κράτους δικαίου.

Έχει λοιπόν ενδιαφέρον μια τέτοια συζήτηση, για το νόημα όρων (όπως ο “εκσυγχρονισμός” ή το “επιτελικό” κράτος) ή αποτελεί μια προσπάθεια, στην ουσία, απαξίωσης θετικών εννοιών από κάθε λογής τεχνικούς της εξουσίας;

Προφανώς και υπήρχαν κυβερνήσεις, τουλάχιστον μεταπολιτευτικά, που συνέβαλλαν στην εκσυγχρονιστική πορεία της χώρας, πέρα από τα όποια άλλα αρνητικά στοιχεία που μπορεί κάποιος/α να τους χρεώσει, γιατί τελικά έθεταν ως προτεραιότητα την βαθμιαία μεταρρύθμιση του κράτους, την κατά τεκμήριο δίκαιη κατανομή των πόρων και τελικά πορεία της χώρας στην σύγκλιση με την Ευρώπη.

Αναφέρομαι πρωτίστως σε αυτές του κου Σημίτη Κ., του κου Καραμανλή Κ. της πρώτης μεταπολιτευτικής δεκαετίας και σε αυτήν της τελευταίας φάσης του κου Παπανδρέου Α. Στις χαρακτηριστικές αυτές περιπτώσεις που αναφερόμαστε, προφανώς διαχειρίστηκαν το δομημένο “πελατειακό” και “κομματικό” κράτος, με την υπαρκτή δυναμική του ρουσφετιού…

Παρά ταύτα δεν χρησιμοποιήθηκαν όλα αυτά ως δικαιολογία για το φρενάρισμα εκσυγχρονιστικών επιλογών ή αποτελεσματικότερης λειτουργίας του κράτους.

Οι ελληνικές παθογένειες δεν μπορούν να αποτελούν άλλοθι για την αδράνεια ή την ανεπάρκεια κυβερνήσεων και υπουργών.

Στην προσπάθεια εκσυγχρονισμού, αυτά, πάντα αποτελούσαν υπαρκτά εμπόδια που έπρεπε να τα υπερβεί η εκτελεστική εξουσία για να έχει κάποιο αποτέλεσμα ή να τα διαχειριστεί δημιουργικά, σε μια αέναη πορεία μάχης και αντιπαράθεσης μαζί τους…

Το «Αυτή είναι η Ελλάδα» που ακούστηκε ως ρήση απογοήτευσης του πρωθυπουργού κου Σημίτη, μετά το πολύνεκρο ναυάγιο του «Σάμινα» τον Σεπτέμβριο του 2000, δεν ήταν μια μοιρολατρική αποδοχή ως αιτιολογία της ευθύνης της κυβέρνησής του για το δυστύχημα, αλλά η καταγραφή πτυχών και δυνατοτήτων μιας χώρας που το αμέσως επόμενο χρόνο αποτελούσε μέλος του στενού πυρήνα της ΕΕ και η οποία σε τρία χρόνια μετά διοργάνωσε, με τέτοιο τρόπο, τους ολυμπιακούς αγώνες, που πολλοί/ες δεν μπορούσαμε να φανταστούμε, αφήνοντας τη χώρα με ισχυρές και νέα υποδομές και τις διεθνείς κατακτήσεις στο απόγειό τους (ένταξη Κύπρου στην ΕΕ κλπ).

Η συνύπαρξη των διαφορετικών πτυχών της Ελλάδας. Αυτών της αδράνεια και του ωχαδελφισμού, του κρατισμού και της κρατικοδίαιτης επιχειρηματικότητας, της μοιρολατρίας και του πεσιμισμού, του προσωπικού βολέματος και του συντεχνιακού συνδικαλισμού, της περίσσειας υποκρισίας για πατριωτισμό, της έλλειψης οράματος και σχεδιασμού… μαζί και αντάμα με τις άλλες πτυχές της χώρας μας. Αυτών του φιλότιμου, συλλογικού και ατομικού, της ευθύνης για την πρόοδο της χώρας, του σχεδιασμού για την σύγκλιση με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους, της επιμονής στη διασφάλιση των βασικών συνταγματικών δικαιωμάτων που συνθέτουν το κράτος δικαίου, της συμμετοχής και συνευθύνης της χώρας για την διαμόρφωση των κεντρικών επιλογών της ΕΕ, για να συνειδητοποιούμε ως κοινωνία, συνολικά και οργανωμένα, την συγκρότηση ενός ευρύτερου θεσμικού πλαισίου στο οποίο συμπεριλαμβάνει και τη χώρα μας. Αυτό της ΕΕ.

Πράγματι, η Ελλάδα αποτέλεσε μια αποκλίνουσα δομή, ως χώρα, στα πλαίσια της Ευρώπης, αναφορικά με το χρέος, την ανταγωνιστικότητα, τα ελλείμματα, την παραγωγικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, την δυσλειτουργία της κρατικής μηχανής, καθώς και τις ανεπάρκειες και την επιλογή μη αξιολόγησης δομών και ατόμων στη Δικαιοσύνη.

Ήρθαν τα μνημόνια όπου με περικοπές δαπανών, χωρίς την αξιολόγηση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών και αγαθών, επιχειρήθηκε να αντιμετωπιστεί ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός και να αναδειχθεί η ανάγκη εξορθολογισμού της χρήσης των περιορισμένων οικονομικών πόρων της χώρας.

Μάθαμε ταυτόχρονα ότι η απλουστευτική και ιδεοληπτικά ετεροβαρής ερμηνεία για την κυριαρχία της ευθύνης της κρίσης χρέους της χώρας, που αναφερόταν στους προστατευτικούς για την εργασία νόμους και τις διαρκείς συνδικαλιστικές απαιτήσεις, δεν επιβεβαιώθηκε.

Στο σύνολο της βιβλιογραφίας πλέον καταγράφονται ως κυρίαρχη αιτία, τα οργανωμένα μικρά και μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα, που αντιδρούν ακόμη και σήμερα σε συστήματα προοδευτικής φορολογίας (η περίπτωση της παρέμβαση ευρωπαϊκών θεσμών, ανεξαρτήτως των περιορισμένων αποτελεσμάτων, για την φορολόγηση στη ναυτιλία είναι χαρακτηριστική), η υπονόμευση του εκσυγχρονισμού των κρατικών μηχανισμών και των υποδομών, αναμεσά τους και στα μέσα μεταφοράς, ενισχύοντας τα ΚΤΕΛ και αποδυναμώνοντας τη ποιότητα στις λοιπές αστικές συγκοινωνίες, η συμμαχία αντιμεταρρύθμισης στη Δικαιοσύνη, που ενίσχυσε την μεροληπτική της λειτουργία και η αντίσταση στον εκσυγχρονισμό της, με αποτέλεσμα την καθυστέρηση στην απονομής της, καθώς και αντίστοιχες ελλείψεις σε πολιτικές οργάνωσης, απόδοσης και λειτουργίας άλλων τομέων παραγωγής δημόσιων αγαθών, όπως αυτών της Υγείας, της Παιδείας και της Ασφάλειας.

Με έντονη ανησυχία παρακολουθούμε την τελευταία κυβερνητική τετραετία (με υπαρκτή τη δημοσιονομική μεταμνημονιακή χαλάρωση για λόγους ως επί το πλείστο εξωγενείς) να μην έχει αντλήσει τα κατάλληλα συμπεράσματα και να μην αποφεύγει λάθη του παρελθόντος.

Τον επόμενο χρόνο ακούμε και φαίνεται ως συμπεφωνημένη επιλογή, ότι θα ασκηθεί, από την Ευρώπη στα κράτη μέλη, μια αυστηρότερη δημοσιονομική πειθαρχία.

Είμαστε σε μια κατάσταση που βρίσκει την Ελλάδα χωρίς στρατηγική ανάπτυξης με όρους κοινωνικής συνοχής, χωρίς καμιά χρονοπροοπτική σύγκλισης με ευρωπαϊκούς μέσους όρους, χωρίς προτεραιότητες και επιλογές στις δημόσιες δαπάνες.

Βρίσκει τη χώρα σε μια ανεξέλεγκτη πορεία ανακατανομής ιδιοκτησιών, δια μέσω πλειστηριασμών και ιδιωτικοποιήσεων του ΤΑΪΠΕΔ, σε μια πορεία διαρκούς υποβάθμισης του συνόλου των υπηρεσιών, που στη θεωρία των δημόσιων οικονομικών θα χαρακτηριζόταν ως «δημόσια» αγαθά, σε μια κατάσταση αποδυνάμωσης του κοινωνικού κράτους, με ενίσχυση της συγκέντρωσης του παρασιτικού κεφαλαίου χάρη και στη συνδρομή του «επιτελικού» λεγόμενου κράτους.

Όπως πρόσφατα σε συνέντευξή του ο τ. πρωθυπουργός κος Σημίτης ανέδειξε ότι το μοντέλο της κυβέρνησης για την ανάπτυξη της χώρας είναι αυτό που χαρακτηριστικά περιέγραψε ως υποστήριξη του «κερδοσκοπικού οπορτουνισμού» των ξένων επενδύσεων με ελληνικά κεφάλαια, των deals, του real estate, της γρήγορης αλλά σαθρής «ανάπτυξης» της αγοράς γης.

Είναι γεγονός ότι σε αυτήν την τετραετία επιδιώχθηκε η συγκρότηση κοινωνικής και πολιτικής συμμαχίας της κυβέρνησης με νέα ελεύθερα επαγγέλματα, τα οποία εντοπίζουμε στα ανερχόμενα αστικά στρώματα, μέσω ανακατανομής του πλούτου, με σκοπό να πυροδοτήσει την ελεύθερη αγορά με επενδύσεις και θέσεις εργασίας ενισχύοντας μονομερώς το κεφάλαιο για πρόσκληση προς επενδυτική δραστηριότητα και εξ’αυτού οικονομική ανάπτυξη.

Αυτή ακριβώς είναι η πολιτική που έχει δημιουργήσει μεγάλες κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες στη χώρα, όπως το είδαμε και σε άλλες κοινωνίες της Δύσης.

Η αναποτελεσματικότητα αυτού του μοντέλου λειτουργίας του κράτους για την διευθέτηση των κοινωνικών και πολιτικών αντιθέσεων, του λεγόμενου “επιτελικού” κράτους είναι χαρακτηριστική αν συνδυαστεί με τα έντονα δείγματα απαξίωσης θεσμών ενίσχυσης της Δημοκρατίας και του κράτους δικαίου και την μεθοδευμένη από-επένδυση στις υποδομές της χώρας.

Το λεγόμενο “επιτελικό” κράτος δεν είναι άμοιρο ευθυνών ούτε για τα Τέμπη, αλλά ούτε για την Εύβοια ή και την Αττική, ή ακόμα και το ρεκόρ νεκρών της πανδημίας. Φάνηκε ότι η διακυβέρνηση μιας χώρας από μια κεντρική εξουσία συντονίζει ένα επιτελείο γύρω από ένα τραπέζι στο Μαξίμου, χωρίς σεβασμό σε θεσμούς και σε θεσμοθετημένες διαδικασίες και μηχανισμούς διοίκησης, είναι τουλάχιστον αναποτελεσματικό ως μοντέλο διεύθυνσης μιας κυβέρνησης.

Η κατάργηση η απαξίωση και η ποδηγέτηση ανεξάρτητων και ρυθμιστικών αρχών, όπως χαρακτηριστικά είδαμε με την απαξίωση του περιεχομένου λειτουργίας της Ρυθμιστικής Αρχής Λιμένων και την λειτουργία τους χωρίς το απαιτούμενος προσωπικό, διαμορφώνει ένα θεσμικό περιβάλλον μη αντάξιο αυτού της αστικής δημοκρατίας Δυτικού τύπου, που θέλει να ανήκει η χώρα μας. Είναι ευθύνη της κυβέρνησης όχι μόνο να ανέχεται τις ανεξάρτητες αρχές αλλά και να διασφαλίζει τις προϋποθέσεις για την λειτουργία τους και ήταν πολιτική επιλογή της το να είναι η Ρυθμιστική Αρχή Σιδηροδρόμων διακοσμητική.

Όταν δε αυτά συνοδεύονται με τακτικές ενσωμάτωσης και ελέγχου της πληροφόρησης και των μέσων μαζικής επικοινωνίας συνιστά προϋπόθεση για ανάπτυξη πρακτικών αστικής δημοκρατίας όχι σαν και αυτήν που επιδιώκουμε να ανήκουμε, αλλά αυταρχικής κοινοβουλευτικής λειτουργίας και πρακτικής, όπως αυτές που απευχόμαστε τύπου Ρωσίας και Τουρκίας.

Πολλά έχουμε ακόμη να πούμε για την στοχευμένη μεροληπτικότητα του λεγόμενου “επιτελικού” κράτους του κου Μητσοτάκη. Εδώ επιχειρήσαμε να καταγράψουμε την αναποτελεσματικότητα αυτού του μοντέλου διακυβέρνησης της χώρας.

Η πολιτική επιλογή αγνόησης των ενοχλητικών θεσμών του κράτους δικαίου και ισορροπίας των εξουσιών, η απαξία επενδυτικών ιεραρχήσεων για τις υποδομές της χώρας αποτέλεσαν κυρίαρχες επιλογές και για αυτά θα πρέπει να αξιολογηθεί η απερχόμενη κυβέρνηση. Είναι αυτά που συνιστούν την πολιτική της ευθύνη.

Τα λοιπά είναι γενικόλογες αναφορές διάχυσης της ευθύνης των επιλογών που σφράγισαν την τετραετία.

Πηγή άρθρου: https://chlomoudisopinion.blogspot.com/

Εγγραφή
Ειδοποίηση για

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

0 Comments
Ενσωματωμένα σχόλια
Δείτε όλα τα σχόλια