“Τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της ριζοσπαστικής δεξιάς και οι αναγκαίες απαντήσεις της μεταρρυθμιστικής αριστεράς”, του Θεόδωρου Τσέκου*

1. Γιατί η λαϊκή ριζοσπαστική δεξιά ενισχύεται

Η Giorgia Meloni κέρδισε τις ιταλικές εκλογές με βάση μιά ιδεολογική πλατφόρμα που συνόψισε η ίδια σε συνέδριο του Vox, κόμματος των Ισπανών ομοϊδεατών της:

“Ναι στην φυσική οικογένεια, όχι στα ΛΟΑΤΚΙ λόμπυ, ναι στην ταυτότητα φύλου, όχι στην έμφυλη ιδεολογία, όχι στην ισλαμική βία, ναι στην ασφάλεια των συνόρων, όχι στην μαζική μετανάστευση, όχι στο διεθνές μεγάλο  κεφάλαιο, όχι στους γραφειοκράτες των Βρυξελλών “.

Η Meloni όπως και γενικότερα η ευρωπαϊκή (και όχι μόνο) λαϊκιστική (ακρο-) δεξιά επενδύει πολιτικά – και κερδίζει επιρροή και ψήφους – σε τέσσερα πεδία:

– ταυτοτικά ζητήματα (δικαιώματα μειονοτήτων),

– πολιτισμικοί κίνδυνοι (ισλαμική διείσδυση),

– αποδυνάμωση εθνικού κράτους (ευρω-γραφειοκρατία)

– οικονομική αβεβαιότητα (ισχύς μεγάλου κεφαλαίου).

Και τα τέσσερα πεδία έχουν ως κοινό παρονομαστή την ανασφάλεια και τον φόβο των χαμηλών εισοδημάτων αλλά και των μεσαίων στρωμάτων απέναντι στις αρνητικές ανατροπές του τρόπου ζωής τους,  την επιδείνωση της καθημερινότητας και των προοπτικών τους.

  1. Η χαμένη τιμή της Σοσιαλδημοκρατίας

Ιστορικά, την κοινωνική ανησυχία και δυσαρέσκεια εξέφραζαν στις ευρωπαϊκές κυρίως χώρες, οι δυνάμεις της “κυβερνώσας αριστεράς”, δηλαδή της σοσιαλιστικής αριστεράς που δεν επαγγέλονταν την συνολική ανατροπή αλλά την μεταρρυθμιστική βελτίωση και την κοινωνικά ήπια διαχείριση του υφιστάμενου οικονομικού και κοινωνικού συστήματος και αναλάμβαναν επιτυχώς κυβερνητικές ευθύνες σ’ αυτή την κατεύθυνση.

Σταδιακά ωστόσο, και ιδίως από τα μέσα της δεκαετίας του ενενήντα και μετά, η  δημοκρατική και σοσιαλιστική αριστερά απορροφήθηκε από την κυβερνητική και διαχειριστική λογική και εγκατέλειψε τον ρόλο της ως φορέα πολιτικής έκφρασης της λαϊκής δυσαρέσκειας. Απώλεσε έτσι το συγκριτικό της πλεονέκτημα και από λύση μετατράπηκε σε μέρος του προβλήματος.

Το κενό καλύφθηκε από τους λαϊκισμούς και της αριστεράς (επ’ ολίγον, από ότι φαίνεται) αλλά κυρίως της ριζοσπαστικής δεξιάς. Βασικό τους χαρακτηριστικό η υπεραπλούστευση των προβλημάτων και η υπόσχεση άμεσων αλλά εν πολλοίς λανθασμένων λύσεων, σε υπαρκτά ωστόσο προβλήματα. Με τα απλουστευτικά τους αφηγήματα κερδίζουν όμως εκλογικά το συγκριτικό πλεονέκτημα που χάνει η κυβερνώσα αριστερά.

3 … και η άνοδος μιάς “κυβερνώσας” ριζοσπαστικής αριστεράς

Ένα επιπρόσθετο πρόβλημα για την σοσιαλδημοκρατία είναι το γεγονός ότι μέρος της δυσαρέσκειας που αδυνατεί πλέον αυτή να εκφράσει στρέφεται προς πολιτικούς σχηματισμούς της ριζοσπαστικής αριστεράς, σχηματισμούς που η μεγάλη οικονομική κρίση μετέτρεψε από γκρουπούσκουλα σε πραγματικές ή δυνητικές κυβερνητικές δυνάμεις και που εντάσσονται πλέον στην ευρύτερη οντότητα της “κυβερνώσας αριστεράς”. Ως απόρροια αυτής της κυβερνητικής τους δυναμικής τα κόμματα της ριζοσπαστικής αριστεράς ή μεγάλα τμήματα τους (βλ. τις διασπάσεις των Ποδέμος ή των 5 Αστέρων) επιχειρούν να στραφούν προς τις ιδέες και τα προγράμματα της σοσιαλδημοκρατίας.

Με τον τρόπο αυτόν επέρχεται όμως ένα νέο ρήγμα στο εσωτερικό της ευρύτερης (κεντρο-αριστεράς και) αριστεράς  που κατεβαίνει στις εκλογές διασπασμένη, συχνά τριχοτομημένη (σοσιαλδημοκρατία, “κυβερνώσα” ριζοσπαστική αριστερά , οικολογική αριστερά) απέναντι σε μιά συντηρητική παράταξη που, όπως δείχνει και η πρόσφατη ιταλική εμπειρία,  κατορθώνει ευκολότερα να διατηρήσει ή να επανακτήσει την ενότητά της ενσωματώνοντας τις  -ή συμμαχώντας με τις- πιό ριζοσπαστικές εκδοχές της που και αυτές με την σειρά τους στρέφονται προς τον κυβερνητισμό (όπως  η περίπτωση της  ίδιας της Giorgia Meloni   ).

  1. Τι μπορεί λοιπόν να γίνει ;

Αν τα προβλήματα είναι υπαρκτά αλλά οι απαντήσεις λανθασμένες η διέξοδος θα πρέπει να αναζητηθεί στην επεξεργασία των ορθών απαντήσεων, εκείνων δηλαδή που επιλύουν τα προβλήματα υπέρ των λιγότερο ισχυρών ομάδων των κοινωνιών μας. Αυτό προϋποθέτει κατ’ αρχήν την πρόσληψή των προβλημάτων μέσα από τα βιώματα, τις εμπειρίες και τις αντιδράσεις των οικονομικά και κοινωνικά αδύναμων ομάδων και όχι μέσα από τον πολιτικό υποκειμενισμό μιάς υποτιθέμενης απελευθερωτικής ιδεολογίας.

Χρειάζεται η μεταρρυθμιστική αριστερά να ανακτήσει κατ’ αρχήν τον ιστορικό της ρόλο ως πολιτικός εκφραστής των οικονομικά και κοινωνικά αδύναμων στρωμάτων οικοδομώντας, ταυτόχρονα, μιά συμμαχία με νέα δυναμικά στρώματα που μπορούν να ασκήσουν τον παραγωγικό τους ρόλο σε ένα πλαίσιο μιας ρυθμισμένης οικονομίας και μιας αγοράς με κοινωνικές προτεραιότητες.

Σε δεύτερο επίπεδο να ανακτήσει την ενότητά της συσπειρώνοντας προοδευτικούς ψηφοφόρους από την ιστορική δεξαμενή της σοσιαλδημοκρατίας που σήμερα  κατακερματίζεται μεταξύ των διαφορετικών εκφάνσεων της εν γένει κυβερνώσας αριστεράς (σοσιαλδημοκρατικής ή ριζοσπαστικής προέλευσης) .  Αυτό μπορεί να επιτευχθεί σε δύο στάδια : Πρώτον, με τον επαναπροσδιορισμό του ιδεολογικού στίγματός της με τρόπο  που θα επανασυνδέει τις ιστορικές της ρίζες με την σύγχρονη πραγματικότητας. Δεύτερον, με την οικοδόμηση ενός συνεκτικού αφηγήματος εναλλακτικής διακυβέρνησης με λεπτομερή επεξεργασία τομεακών πολιτικών που θα προσανατολίζονται από το ιδεολογικό στίγμα των προοδευτικών μεταρρυθμίσεων.

Η μεταρρυθμιστική αυτή πλατφόρμα θα μπορέσει στην συνέχεια να αποτελέσει πλαίσιο οργανωτικής συσπείρωσης των συλλογικοτήτων του χώρου. Θα είναι μιά συσπείρωση οπωσδήποτε πολύ πιο σταθερή και μακροχρόνια σε σχέση με ότι μπορεί να προκύψει από την αναζήτηση ευκαιριακών κυβερνητικών ή εκλογικών συνεργασιών.

*Θεόδωρος Τσέκος, Καθηγητής Δημόσιας Διοίκησης, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου

[Άρθρο που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, 6/10/22]

Εγγραφή
Ειδοποίηση για

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

0 Comments
Ενσωματωμένα σχόλια
Δείτε όλα τα σχόλια