(“Νέα Σελίδα” 5/11/17). Την επόμενη Κυριακή 12 Νοεμβρίου και εάν χρειαστεί δεύτερος γύρος την Κυριακή 19 Νοεμβρίου, οι προοδευτικοί πολίτες καλούνται να προσέλθουν στις κάλπες για να εκλέξουν την ηγεσία του νέου, υπό ίδρυση φορέα της δημοκρατικής προοδευτικής παράταξης. Ο προεκλογικός διάλογος που ήδη πραγματοποιείται μεταξύ των υποψηφίων, έχει αναδείξει αρκετά κοινά σημεία αλλά και ορισμένες σημαντικές διαφορές.
Κοινή θέση όλων των υποψηφίων, που αποτελεί την καλύτερη εγγύηση για την επιτυχία του εγχειρήματος, είναι η προτεραιότητα που δίνεται στη διασφάλιση της ενότητας όλων των δυνάμεων της Κεντροαριστεράς, του προοδευτικού Κέντρου και της πολιτικής Οικολογίας, χωρίς αποκλεισμούς και ηγεμονισμούς. Εκτός όμως από την ενότητα, οι υποψήφιοι τονίζουν την ανάγκη ανανέωσης σε θέσεις και πρακτικές, καθώς και της διαμόρφωσης ενός σύγχρονου μεταρρυθμιστικού πρόγραμματος που να συνδυάζει την υπευθυνότητα με τον ριζοσπαστισμό, προκειμένου να βγει η χώρα από τη κρίση.
Σημαντική είναι, επίσης, η συμφωνία μεταξύ όλων των υποψηφίων και των εμπλεκόμενων πολιτικών δυνάμεων για τη διενέργεια ιδρυτικού συνεδρίου μετά την εκλογή ηγεσίας για τη δημιουργία ενός νέου δημοκρατικού πολιτικού οργανισμού, μακριά από τα αρχηγικά πρότυπα οργάνωσης, που συνεχίζουν να κυριαρχούν στην πολιτική μας ζωή. Κοινό σημείο με ιδιαίτερη βαρύτητα για την προοπτική του νέου φορέα είναι και η διασφάλιση της πολιτικής του αυτονομίας τόσο από τη ΝΔ όσο και από τον ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις αναμενόμενες επιμέρους διαφοροποιήσεις ως προς την κριτική που ασκείται είτε προς τα δεξιά είτε προς τα αριστερά, με κοινό όμως παρανομαστή την αντίθεση στον κρατισμό, τον λαϊκισμό, τις πελατειακές σχέσεις και τον κομμματοκρατούμενο συνδικαλισμό, τις παθογένειες δηλαδή που μας οδήγησαν στην κρίση και που επιβιώνουν ακόμα και σήμερα παρά την κρίση με πρωταρχική ευθύνη των κυβερνώντων.
Υπάρχουν όμως και ορισμένες διαφαινόμενες διαφορές κυρίως σε ότι αφορά το ιδεολογικό στίγμα του νέου φορέα και τη θεσμική του μορφή. Οι περισσότεροι υποψήφιοι αναφέρονται στην Κεντροαριστερά και ειδικότερα στη σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία, ενώ άλλοι τοποθετούν τον νέο φορέα στο χώρο του προοδευτικού Κέντρου, χωρίς όμως να αμφισβητείται η δυνατότητα συνύπαρξης των δυο αυτών ρευμάτων. Σε μία όμως εποχή που οι μεγάλες προκλήσεις της 4ης βιομηχανικής επανάστασης και της παγκοσμιοποίησης, καθώς και το μέγεθος των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Ευρώπη και πολύ περισσότερο η χώρα μας, ριζοσπαστικοποιούν τη κοινωνία και μετακινούν σημαντικό μέρος του εκλογικού σώματος προς τα δυο άκρα του πολιτικού φάσματος, κεντρώες πολιτικές δεν μπορούν να μακροημερεύσουν. Γι’ αυτό εξάλλου η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία είναι σε φάση αναθεώρησης των συμμαχιών της με τις συντηρητικές δυνάμεις κατά την τελευταία 25ετια, που την οδήγησαν σε πολλές περιπτώσεις σε απώλειες δυνάμεων και εσωτερικές αμφισβητήσεις.
Σε ότι αφορά τη θεσμική μορφή του νέου φορέα, η επιλογή που θα κληθεί να κάνει το ιδρυτικό συνέδριο ανάμεσα στο νέο ενιαίο κόμμα ή στο νέο πολυκομματικό φορέα, δεν θα είναι ούτε εύκολη ούτε ανώδυνη. Εάν πάντως υπερισχύσει η άποψη για διατήρηση των υφιστάμενων κομμάτων, για κάποιο ακόμα διάστημα, παρά τη δημοσκοπικά εκφρασμένη βούληση της πλειοψηφίας της κοινωνικής βάσης της παράταξης για νέο ενιαίο κόμμα, το συνέδριο θα πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο δημιουργίας νέου μεν κόμματος χωρίς να επιβάλλεται άμεση διάλυση των κομμάτων, αλλά και χωρίς να επιτρέπεται η εμπλοκή τους στη λειτουργία του νέου κόμματος.
Όλα τα παραπάνω είναι προφανές ότι συνιστούν ένα πρωτόγνωρο πολιτικό εγχείρημα που θα επηρεάσει το μέλλον του πολιτικού μας συστήματος, το οποίο έχει ανάγκη από βαθιές τομές για να επανακτήσει την εμπιστοσύνη των Ελλήνων πολιτών. Γι‘ αυτό και η επιτυχία του νέου φορέα αποτελεί εθνική ανάγκη.
*Ο Γιάννης Τούντας είναι Καθηγητής Ιατρικής, Μέλος της Συντονιστικής Γραμματείας των “Κινήσεων Πολιτών για τη Σοσιαλδημοκρατία” και του Κεντρικού Συντονιστικού Συμβουλίου της “Δημοκρατικής Συμπαράταξης”.