
ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΕΡΝΙΚΟΥ, ΓΕΝΙΚΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑ ΤΟΥ ΣΕΤΕ ΣΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΟΥ ΚΥΚΛΟΥ ΙΔΕΩΝ «Η ΕΛΛΑΔΑ ΜΕΤΑ VIII: Η ΕΥΡΩΠΗ, Η ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Ο ΚΑΤΑΙΓΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΠΡΟΚΛΗΣΕΩΝ. ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΠΛΑΙΣΙΟ ΑΝΑΦΟΡΑΣ»
17/03/2025Είναι φανερό πλέον ότι ζούμε την αμφισβήτηση αλλά και την αποδόμηση των ιδεολογικών προσδιορισμών. Οι δημόσιες και ιδιωτικές συζητήσεις εστιάζουν πλέον όλο και περισσότερο στη βιώσιμη και αξιοπρεπή διαβίωση που στηρίζεται από την απασχόληση και τη χρήση των φυσικών πόρων.
Ο διάλογος αυτός δεν είναι νέος που ξεκίνησε από τη δεκαετία του 1970 εν μέσω παγκοσμίων κρίσεων, όπως η πετρελαϊκή και η νομισματική. Από τότε τέθηκαν οι κεντρικοί προβληματισμοί για το οικονομικό και κοινωνικό μέλλον της Ευρώπης, καθώς τα αρνητικά αποτελέσματα των πολιτικών και κοινωνικοοικονομικών αλλαγών ήταν άμεσα αντιληπτά στο επίπεδο ζωής των πολιτών.
Για παράδειγμα, η αποβιομηχάνιση της Ευρώπης και η μεταφορά της παραγωγής στις χώρες της Ασίας και της Αφρικής, προκάλεσε σημαντικές επιπλοκές στην αγορά εργασίας. Οι δείκτες ανεργίας στην Ευρώπη αυξήθηκαν δραματικά, μειώθηκε το παραγωγικό δυναμικό και τα εισοδήματα, δημιουργώντας αίσθημα τρόμου για το μέλλον – ένα κλίμα που θυμίζει τη συγκυρία που ζούμε σήμερα. Ομοίως επίσης, τότε όπως και τώρα, κυριάρχησαν οι πολιτικές «προτάσεις» της «κανονικότητας» και των αναγκαίων «μεταρρυθμίσεων», καθώς το κοινωνικό κράτος είχε ήδη απωλέσει την ισχύ του λόγω των προβλημάτων στα εθνικά ισοζύγια, τα οποία κυρίως συνδέονταν με τη μείωση της παραγωγής και της κατανάλωσης.
Προωθήθηκε η απομόνωση του ατόμου μέσω του θατσερικού δόγματος: «Δεν υπάρχει κοινωνία, υπάρχουν μόνο τα άτομα και οι οικογένειές τους». Η ρήση αυτή υπέσκαψε έκτοτε την συλλογική ταυτότητα του πολίτη απομονώνοντας τον σε ένα ατομικό ταξίδι εντός της υπαρκτής κοινωνίας η οποία πλέον δεν ήταν «έγκυρη» και δεν αναγνωριζόταν ως το όλον των υποσυνόλων, θεωρήθηκε μάλιστα αμελητέα μπροστά στο άτομο. Ενισχύθηκε η ναρκισσιστική ατομικότητα, αποκομμένη από τις αντικειμενικές ανάγκες της κοινωνίας με τις καθημερινές ανάγκες που έπρεπε να διαλέγονται.
Στη σημερινή συγκυρία των συνεχών κρίσεων, επανεμφανίζεται όπως στη δεκαετία 70 και 80, το αφήγημα του ατομισμού, αλλά σε πιο ακραία μορφή. Βρισκόμαστε σε μια εποχή «ρευστής νεωτερικότητας» όπως γλαφυρά τη περιέγραψε ο Zygmunt Bauman (Liquid Modernity, 2000). Η κοινωνία (και τα μέλη της) βρίσκεται σε ταυτότητα κρίσης, με εξάρσεις ακραίου ατομισμού και συγκρούσεων (μείωση της κοινωνικής συνοχής), αποδυνάμωσης των κοινωνικών δεσμών (εγκληματικότητα, παιδική παραβατικότητα κ.α.), με άμεσο αντίκτυπο την επιβράδυνση της κοινωνικής αναπαραγωγής.
Η «ρευστότητα» δεν είναι απλώς μια κρίση κοινωνικής συνοχής, αλλά μια μεγαλύτερη αλλαγή των αξιών που οδηγεί το άτομο και την κοινωνία ως σύνολο σε αβέβαιους δρόμους. Στην περίοδο των συνεχών κρίσεων έρχονται ξανά στο προσκήνιο οι συζητήσεις για την εν γένει αποτυχία της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας του 20ού αιώνα. Διαπιστώνεται εκ νέου ότι η «οιονεί αγορά» είναι «ελεύθερη», ατοπική, ανεξάρτητη, αχανής και ανεξέλεγκτης από τις εθνικές οικονομίες. Διεθνείς χρηματοδοτικοί οίκοι και πολυεθνικοί ιδιοκτήτες παραγωγικών μονάδων αγαθά σε υποαπασχολούμενους πολίτες-καταναλωτές, οι οποίοι τα αποκτούν ανταλλάσσοντας τους χρηματικούς τους πόρους (συνήθως με δανεισμό των εθνικών τους οικονομίες) χωρίς γνώση για την πηγή ή/και τον προορισμό των δαπανώμενων πόρων.
Επιπλέον κρίσιμες πρώτες ύλες, όπως τα χημικά, οι σπάνιες γαίες και οι ενεργειακοί πόροι, συγκεντρώνονται στα χέρια μεγάλων και ανεξέλεγκτων funds και πολυεθνικών ομίλων. Ο έλεγχος του κόστους παραγωγής τελικών προϊόντων και αγαθών παγκοσμίως, και κατ’ επέκταση ο έλεγχος των εθνικών οικονομιών ασκείται από μικρές ελίτ.
Η εξάρτηση των τοπικών οικονομιών από εξωτερικές δομές ελέγχου και η αποδυνάμωση της εθνικής παραγωγικής ικανότητας υπογραμμίζουν την ευθραυστότητα του σύγχρονου οικονομικού συστήματος και την αδυναμία του να εξυπηρετήσει μακροπρόθεσμα το συλλογικό καλό. Το κεφάλαιο δεν αναπαράγεται τοπικά, με αποτέλεσμα η κοινωνική αναπαραγωγή να επιβραδύνεται. Καλλιεργείται το μοντέλο του πολίτη, ο οποίος έχει μετατραπεί σε «δωρεάν επιβάτη», όπως περιγράφει ο Bauman (2000), που δεν γνωρίζει, δεν συμμετέχει και καταναλώνει αγαθά που δεν παράγονται στον τόπο του. Απολαμβάνει τα δικαιώματα που παρέχει το κράτος που έχει μορφοποιηθεί σε μια εθνική «κοινωνία», και δεν συμβάλλει ενεργά στην ενίσχυση της τοπικής ανάπτυξης (γεωγραφικής, τομεακής και κοινωνικής).
Ακολουθεί το μοντέλο που προωθείται, της διαφοράς στις πολιτικές – λόγω του ότι «όλοι ίδιοι είναι»- και έτσι ενισχύει την ευθραυστότητα της κοινωνίας και υπονομεύει την ίδια του την ύπαρξη. Αποτέλεσμα να ζει σε καθεστώς οικονομικής και οικονομικής ανασφάλειας (Guy Standing 2011, The Precariat: The New Dangerous Class. London) περιμένοντας κάτι να αλλάξει, σε καθεστώς φόβου για επερχόμενες καταστροφές, όπως νέες οικονομικές κρίσεις, φτώχεια ή νέοι τοπικοί πόλεμοι.
Ο πολίτης στην Ελλάδα και στην υπόλοιπη Ευρώπη ζώντας στο δυστοπικό περιβάλλον του 21ου αιώνα, είναι ακροατής κυβερνητικών δηλώσεων, παρόμοιων με εκείνων του προηγούμενου αιώνα περί έλλειψης εναλλακτικής (Margaret Thatcher, Τ.Ι.Ν.Α.), ή άλλων παραγόντων «κανονικότητας», οι οποίες καλούνται να νομιμοποιηθούν μέσω της ψήφου του. Στην προσπάθειά του να βρει απαντήσεις, συχνά στρέφει την προσοχή του σε ανιστόρητα πολιτικά αφηγήματα και δημόσιο λόγο των άκρων, τα οποία διεκδικούν την ψήφο του καλώντας τον να αντιδράσει άμεσα και σπασμωδικά απέναντι στο ισχύον και παραπαίον πολιτικό σύστημα.
Αυτός ο νέος και ιδιότυπος ριζοσπαστικός λόγος, του φαίνεται ελκυστικός, αφού έρχεται σε αντίθεση με τις υποσχέσεις των παραδοσιακών πολιτικών δυνάμεων – είτε ανήκουν στην αριστερά, τη δεξιά ή το κέντρο – που απέτυχαν να δημιουργήσουν τις δεσμεύσεις τους για την επίλυση των καθημερινών προβλημάτων των πολιτών. Τα αποτελέσματα αυτής της στροφής προς τον ακραίο ριζοσπαστισμό είναι ήδη ορατά στις εκλογικές επιδόσεις της άκρας δεξιάς σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Υπό την προϋπόθεση ότι αναγνωρίζεται η ουσιαστική ανάγκη για μια νέα εναλλακτική διαλεκτική για την πρόληψη της πιθανής οικονομικής και κοινωνικής κατάρρευσης, ενός «χρεωμένου» κόσμου που δεν αναπαράγεται κοινωνικά, οι προτάσεις αλλαγής πρέπει να εμφανιστούν άμεσα και να είναι θεσμικά κατοχυρωμένα από τη βάση της κοινωνίας. Ο πολίτης πρέπει να βρει τον χαμένο του ρόλο στην αλλαγή της ζωής του και της ζωής των απογόνων του, ώστε να απομακρυνθεί από το σημερινό αποτυχημένο αφήγημα. Χρειάζεται ένας νέος πολιτικός λόγος που θα προέλθει από τη βάση της κοινωνίας, ικανός για ζυμώσεις ή/και αντιπαραθέσεις, ώστε να γεννηθεί ένα εναλλακτικό κοινωνικό, οικονομικό, παραγωγικό και καταναλωτικό μοντέλο. Η νέα συζήτηση-αναζήτηση, απαιτεί τη σύνθεση της ατομικής με τη συλλογική ταυτότητα των συμμετοχόντων, με στόχο τη διαμόρφωση ενός μέλλοντος που θα ανταποκριθεί στις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας.
Οι τοπικές κοινότητες, η Κοινωνία των Πολιτών, η Κοινωνική Οικονομία έχουν ισχυρό ρόλο σε αυτή την αλλαγή και οι τοπικές πρωτοβουλίες που θα γεννηθούν θα μεταφέρουν τον παλμό της βάσης της κοινωνίας. Η πολυαναμενόμενη και πολυσυζητημένη οικονομική ανάπτυξη θα προέλθει από την οργάνωση των κοινωνιών σε θύλακες ανάπτυξης και θα καλλιεργηθεί ένας εναλλακτικός πολιτικός λόγος που βασίζεται στις τοπικές ανάγκες αντί της ισχύουσας οριζόντιας προσέγγισης από την κεντρική πολιτική ρητορική. Ο τοπικός διάλογος θα ενσωματωθεί σε ένα εθνικό πολιτικό αφήγημα που θα περιλαμβάνει την αναγνώριση της διαφορετικότητας, των διαφορετικών αναγκών στην ανάπτυξη κάθε τόπου και της κάθε κοινωνικής ομάδας ξεχωριστά.