Ο ηγέτης
Ο σπουδαίος Γερμανός κοινωνιολόγος, και εκ των θεμελιωτών της διοικητικής επιστήμης, Μαξ Βέμπερ προσδιόρισε, στις αρχές του περασμένου αιώνα, τρεις βασικούς τύπους ηγεσίας, τον καθένα από αυτούς συνδεδεμένο με μια αντίστοιχη μορφή εξουσίας: την χαρισματική, την παραδοσιακή και την ορθολογική. Εξ αυτών η πρώτη βασίζεται στο προσωπικό χάρισμα ήτοι στις ατομικές ικανότητες και την γοητεία που ασκεί σε συγκεκριμένο πληθυσμό ο ηγέτης. Η δεύτερη στην ιστορική συνέχεια της αποδοχής δεδομένης εξουσίας, αντιστοιχεί δηλαδή στην κληρονομική ηγεσία. Η τρίτη, τέλος, αφορά την “τεχνική” ικανότητα διασφάλισης συλλογικά επιθυμητών αποτελεσμάτων μέσα σε ένα πλαίσιο κοινά αποδεκτών κανόνων, ήτοι ένα πλαίσιο νομιμότητας.
Προβάλλοντας τούς παραπάνω τύπους ηγεσίας στην εποχή μας βλέπουμε πως η παραδοσιακή, κληρονομική στην ουσία της, ηγεσία προέρχεται από και αναφέρεται σε κοινωνίες του παρελθόντος και επιβιώνει σε πολιτικό διοικητικά συστήματα δέσμια του παρελθόντος τους. Σε κοινωνίες που δυσκολεύονται να εκσυγχρονιστούν και να ανταποκριθούν στις προκλήσεις των καιρών.
Η προσφυγή σε χαρισματικούς ηγέτες χαρακτηρίζει, κυρίως, περιόδους κρίσης και φόβων. Εναποθέτει τις τύχες της κοινωνίας, συνολικά ή μερίδων της, στα χέρια ενός ισχυρού προσώπου, ενός συλλογικού “πατέρα” (ή “μητέρας”) που μεριμνά για τα πάντα και καθησυχάζει τις ανασφάλειες των απλών ανθρώπων, εκείνων που αδυνατούν να αντιμετωπίσουν προβλήματα και απειλές. Συνδέεται με τον λαϊκισμό (αλλά όχι αποκλειστικά) και είναι μια επιλογή πολιτικής αδράνειας, αποστράτευσης και παθητικότητας για την κοινωνία των πολιτών. Η εποχή της οικονομικής και πολιτισμικής παγκοσμιοποίησης, της εκρηκτικής τεχνολογικής αλλαγής πολλαπλασιάζοντας ανασφάλειες και φόβους στρέφει πολλές κοινωνίες στην αναζήτηση του χαρισματικού πατέρα-προστάτη-σωτήρα.
Η ορθολογική ηγεσία, τέλος, νομιμοποιείται όχι από το προσωπικό χάρισμα ή την κληρονομιά αλλά από την αποδεδειγμένη ικανότητα αντιμετώπισης προβλημάτων και αξιοποίησης ευκαιριών. Ένας ηγέτης νομιμοποιουμενος από τον ορθό λόγο και την αποτελεσματικότητα αντιστοιχεί εξ άλλου σε μια κοινωνία ενεργών πολιτών και βασίζεται στην συλλογική συμμετοχή. Δεν υποκαθιστά τις συλλογικότητες αλλά τις εκφράζει, δεν επιβάλει την βούλησή του αλλά την συγκροτεί μέσα από διαβούλευση και διάλογο με όλους όσους επηρεάζουν την- ή επηρεάζονται από την εφαρμογή της.
Στο παραπάνω πλαίσιο ο ηγέτης κρίνεται από την ικανότητά του να ασκεί δύο βασικές λειτουργίες: πρώτον να προσανατολίζει και να εμπνέει και δεύτερον να συντονίζει. Χρειάζεται λοιπόν να διαθέτει ένα, πειστικό για την πλειοψηφία, όραμα αλλά και την ικανότητα να επιλέγει συνεργάτες , να συγκροτεί μία ( ή εναλλακτικά να αναδεικνύεται ο ίδιος από μία) συνεκτική ηγετική ομάδα, ικανή να συνδιαμορφώσει πολιτικό όραμα και να το μεταφράσει σε κατάλληλες δημόσιες πολιτικές.
Το κόμμα
Μια τέτοια μορφή ηγεσίας είναι εκείνη που ταιριάζει και ταυτόχρονα προϋποθέτει έναν πολιτικό σχηματισμό ενεργών πολιτών. Ένα κόμμα που λειτουργώντας ως συλλογικός διανοούμενος κατά την αντίληψη του Αντόνιο Γκράμσι , δεν θα αποτελεί απλώς μηχανισμό καθοδικής διαβίβασης εντολών, μηχανισμό εξυπηρετήσεων και προπαγάνδας αλλά θα παράγει ουσιαστικά πολιτική. Ένας πολιτικός οργανισμός αυτής της μορφής πρέπει να είναι σε θέση να κινητοποιήσει με νέους τρόπους την κοινωνία των πολιτών που στις μέρες μας δεν ελκύεται πλέον από τα μαζικά κόμματα.
Σε ένα τέτοιο σχήμα ο ηγέτης εμπνέει και συντονίζει, γνωρίζει όμως -και το αναγνωρίζει έμπρακτα – ότι οι γνωσιακές του ικανότητες είναι ανθρώπινα πεπερασμένες άρα δεν είναι σε θέση να κατανοεί και να χειρίζεται ο ίδιος τα πάντα και να επιλύει προσωπικά όλα τα προβλήματα. Αναγνωρίζει δηλαδή την σπουδαιότητα μιάς συνεκτικής ηγετικής ομάδας με πολυδιάστατη τεχνογνωσία που θα χαράσσει συνολική πολιτική και θα εποπτεύει την χάραξη τομεακών πολιτικών. Μια τέτοια συλλογική παραγωγή γνώσης και λήψης αποφάσεων δεν διευκολύνεται από έναν Ηγεμόνα, από έναν αυτοκρατορικό ή φεουδαλικό Αρχηγό, αλλά από έναν επικεφαλής που θα νοιώθει και θα λειτουργεί ως primus inter pares, ως πρώτος μεταξύ ίσων .
Η πολιτική
Οι κοινωνίες μας βρίσκονται γενικώς σε αναζήτηση προοδευτικής πολιτικής. Είναι ένας όρος που πλέον χρησιμοποιείται ευρύτατα σε ένα πολιτικό φάσμα που εκτείνεται από την αριστερά ως την κεντροδεξιά. Όμως τι ακριβώς πρέπει να εννοούμε με τον όρο προοδευτική πολιτική;
Ως προοδευτική θα πρέπει να νοείται κάθε πολιτική που βοηθά τις κοινωνίες ως σύνολα να προχωρούν. Να προσαρμόζονται στις εξελίξεις ιδίως της τεχνολογίας και των παραγωγικών αλλαγών, να αξιοποιούν τις θετικές επιπτώσεις τους αλλά και να εξουδετερώνουν τις αρνητικές. Και πρωτίστως να διασφαλίζουν ένα αποδεκτό επίπεδο ευημερίας για όλους. Και εδώ έγκειται η ειδοποιός διαφορά της προοδευτικής πολιτικής: Στην αναγνώριση πως οι κοινωνίες αποτελούνται από ομάδες που ευνοούνται και από ομάδες που δεν ευνοούνται από την εκάστοτε διευθέτηση των δυνάμεων της παραγωγής και τις σχέσεις που προκύπτουν από αυτήν. Προνομιούχους και μη προνομιούχους τους λέγαμε παλαιότερα και η μεταξύ τους διαφοροποίηση είναι προϊόν και της οικονομικής δυναμικής αλλά και πολιτικών αποφάσεων που οδηγούν στην άνιση και άδικη κατανομή του παραγόμενου πλούτου και των ωφελειών της ανάπτυξης. Διαμορφώνονται έτσι δομικές και αναπαραγόμενες ανισότητες ευημερίας αλλά και –κυρίως- ανισότητες ευκαιριών που με την σειρά τους δημιουργούν παγίδες ευαλωτότητας για μεγάλες μερίδες των συνανθρώπων μας. Ευαλωτότητες που δεν θεραπεύονται με ατομική προσπάθεια. Για να αντιμετωπιστούν χρειάζεται συστηματική παρέμβαση της δημόσιας εξουσίας με σχεδιασμό, έλεγχο, ρύθμιση και αναδιανομή. Και αυτό ακριβώς είναι το περιεχόμενο των προοδευτικών πολιτικών.
Πολιτικών που θα πρέπει κατ’ αρχή να αποτυπωθούν σε ένα μεγάλο πολιτικό αφήγημα. Διότι είναι ακριβώς το συνολικό ιδεολογικό και πολιτικό στίγμα, το μεγάλο αφήγημα, που καθορίζει τις τομεακές πολιτικές και όχι το αντίθετο. Ένα συνονθύλευμα τομεακών πολιτικών δεν διαμορφώνει πολιτικό στίγμα. Αν δεν έχεις μια επεξεργασμένη και πειστική ιδεολογική και πολιτική πυξίδα δεν μπορείς να παράξεις ένα συνεκτικό και εφαρμόσιμο πολιτικό πρόγραμμα και δεν διαθέτεις ένα κεντρικό πολιτικό μήνυμα να επικοινωνήσεις και να πείσεις.
Η ΔΥΣΚΟΛΗ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ ΚΑΙ Η ΟΙΚΕΙΑ ΑΔΡΆΝΕΙΑ
Μια ορθολογική και δημοκρατική ηγεσία , ένας ηγέτης πρώτος μεταξύ ίσων, μια ηγετική ομάδα με συνοχή, ένα συμμετοχικό κόμμα σε μια κοινωνία ενεργών πολιτών , ένα συνεκτικό και πειστικό πολιτικό όραμα που θα ανταποκρίνεται στις προκλήσεις της νέας εποχής και θα υπαγορεύει αποτελεσματικές τομεακές πολιτικές προς όφελος όλων και ιδίως των πλέον αδύναμων στρωμάτων. Ένα πολιτικό υποκείμενο που θα εμπεδώνει την συλλογικότητα παράγοντας πολιτική ουσία και όχι απλώς επικοινωνιακές εντυπώσεις και εκλογικές τακτικές. Αυτά είναι τα συνδυασμένα αιτήματα των καιρών μας και μόνο οι πολιτικοί σχηματισμοί που θα τα κατανοήσουν και θα επιχειρήσουν να τα ικανοποιήσουν έχουν πιθανότητες να ασκήσουν την εξουσία όχι προς ίδιον όφελος αλλά προς χάριν του δημοσίου συμφέροντος.
Όλα τα παραπάνω προϋποθέτουν όμως βαθιές αλλαγές στον τρόπο πρόσληψης του τι συνιστά πολιτική και πως πρέπει να ασκείται. Και η εμπέδωσή τους απαιτεί εγκατάλειψη οικείων πρακτικών, αλλαγή νοοτροπίας, ανάπτυξη μιας διαφορετικής πολιτικής κουλτούρας. Χρειάζεται με λίγα λόγια επι πλέον δουλειά και ξεβόλεμα.
Υπάρχει ασφαλώς και άλλος δρόμος. Να συνεχίσουμε να κάνουμε αυτό που κάναμε μέχρι τώρα. Για “να είμαστε ρεαλιστές”. Γιατί ” εδώ είναι Ελλάδα”. Να ασκούμε λοιπόν πολιτική με τον ίδιο τρόπο που την ασκούμε εδώ και πολλές δεκαετίες (στην ουσία από καταβολής του νέου ελληνικού κράτους με μερικά μικρά φωτεινά διαλείμματα). Να προτάσουμε τον κληρονομικό νεποτισμό και το «χάρισμα» και να αγνοούμε τον ορθολογισμό. Να ταυτίζουμε την πολιτική με την επικοινωνία, τις οργανωτίστικες μανούβρες και τα εκλογικά τερτίπια. Να παράγουμε τομεακές πολιτικές χωρίς μακροχρόνιο σχεδιασμό και συνέχεια, με βάση την συγκυρία και την τυχαιότητα, τα παράθυρα ευκαιρίας και ιδίως τις πιέσεις των ισχυρών ομάδων συμφερόντων. Όλα αυτά μας είναι οικεία, τα κάνουμε εδώ και καιρό και γνωρίζουμε καλά το πως. Γνωρίζουμε όμως και το που θα μας οδηγήσουν: ακριβώς στο σημείο που βρισκόμαστε σήμερα.
*Ο Θεόδωρος Ν. Τσέκος, είναι Καθηγητής Δημόσιας Διοίκησης στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
Μια μικρή παρατήρηση: αυτή η “ηγετική” φιγούρα ανήκει στο παρελθόν της πατριαρχικής πυραμιδικής κοινωνίας.
Στο παρόν της ραγδαίας οριζόντιας διεπικοινωνίας των δικτύων, ο “συντονιστής” είναι ο επιλέξιμος κόμβος αναφοράς ισότιμων μελών που συνεργάζονται σε κοινό στόχο και συχνά ανταλλάσσουν ρόλους, εναλλακτικά κατά περίπτωση και συγκυρία.
Οπότε η “ηγεσία” και η πειθαρχία είναι εκτός τόπου και χρόνου, είναι ο συντονισμός ρόλων το νέο ζητούμενο.
Συντονιστείτε γιατί χανόμαστε!