H ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στις επόμενες εκλογές, οι οποίες όσο πιο γρήγορα γίνουν τόσο το καλύτερο για τη χώρα, είναι δεδομένη. Δεδομένη δεν είναι η έκταση της ήττας, η οποία θα εξαρτηθεί τους επόμενους κρίσιμους μήνες από πολλούς παράγοντες. Σε κάθε περίπτωση, όσο μεγαλύτερη θα είναι η εκλογική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ τόσο πιο γρήγορα θα επανέλθει η χώρα στην κανονικότητα και σε γρήγορους ρυθμούς ανάπτυξης, που είναι αναγκαία προϋπόθεση για την έξοδο από την κρίση. Ο ΣΥΡΙΖΑ μετά τις εκλογές δεν θα πρέπει να είναι σε θέση με τις ιδεοληψίες του, τον κρατισμό, τον λαϊκισμό, τον διχασμό, να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο και κυρίως δεν θα πρέπει να έχει τη δύναμη να εμποδίζει ή να καθυστερεί τις αναγκαίες αλλαγές στην οικονομία, στο κράτος, στο πολιτικό σύστημα. Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε θέλει ούτε μπορεί να μετεξελιχθεί σε κόμμα της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας. Ήταν και θα παραμείνει προσαρμοζόμενο ιδιότυπο κόμμα της μετακομμουνιστής αριστεράς.
Η σημερινή εκλογική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ θα αρχίσει να μειώνεται όταν αυξηθεί η μετατόπιση προς άλλα κόμματα όσων συνεχίζουν να τον υποστηρίζουν και όσων δηλώνουν αναποφάσιστοι. Κι οι μεν και οι δε προέρχονται στη συντριπτική τους πλειοψηφία από την κοινωνική και εκλογική βάση του κραταιού ΠΑΣΟΚ του παρελθόντος. Τους περισσότερους από αυτούς – γιατί υπάρχουν και ψεκασμένοι – τους καθορίζουν τα εξής χαρακτηριστικά: Είναι κυρίως από τα μη προνομιούχα στρώματα της κοινωνίας και όχι μόνο δημόσιοι υπάλληλοι και υψηλοσυνταξιούχοι, διακατέχονται από ένα παρωχημένο αντιδεξιό σύνδρομο που έχει όμως βαθιές ρίζες στη σύγχρονη ελληνική ιστορία και αρκετοί απ’ αυτούς θεωρούν υπεύθυνους για τη χρεοκοπία, εκτός από τη ΝΔ, και το ΠΑΣΟΚ, έστω σε μικρότερο βαθμό.
Λόγω αυτών των χαρακτηριστικών, η δυνατότητα περαιτέρω μετατόπισης τους προς τη ΝΔ είναι σημαντικά περιορισμένη. Αντίθετα, το Κίνημα Αλλαγής μπορεί να αποτελέσει φορέα επαναπατρισμού τους ενισχύοντας τις πολιτικές εκείνες που απευθύνονται στις δύο αυτές κατηγορίες των πολιτών. Πρώτα απ’ όλα με περισσότερες τεκμηριωμένες πολιτικές που προστατεύουν τα φτωχότερα στρώματα, όπως έκανε το ΠΑΣΟΚ με την καθιέρωση του κατώτερου εγγυημένου εισοδήματος, χωρίς όμως να επιστρατεύεται η πελατειακή εργαλειοθήκη του ΣΥΡΙΖΑ που απωθεί τα μεσαία στρώματα και τους νέους, τους πλέον δυναμικούς κοινωνικούς συντελεστές της οικονομικής ανάκαμψης. Το δεύτερο κρίσιμο ζήτημα αφορά την κατοχύρωση της πολιτικής αυτονομίας του Κινήματος Αλλαγής απέναντι στη ΝΔ αλλά και στον ΣΥΡΙΖΑ, που ενώ αποτελεί ομόφωνη απόφαση του ιδρυτικού συνεδρίου, εκφράζονται κατά καιρούς επιμέρους απόψεις για «μέτωπα» διαφόρων ονομασιών και χρήσεων, είτε με τη ΝΔ προκειμένου να καταπολεμηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, είτε με τον ΣΥΡΙΖΑ κατά του συντηρητισμού. Οι απόψεις αυτές περισσότερο βοηθούν τη συσπείρωση παρά την αποδόμηση του.
Και τέλος, θα πρέπει να επιταχυνθεί η υπέρβαση των σημερινών κομμάτων και κινήσεων που συγκροτούν το Κίνημα Αλλαγής, με την πολιτική και οργανωτική ενοποίηση του νέου φορέα, καθώς και με την ανανέωση του στελεχιακού δυναμικού σε όλα τα επίπεδα, όπως έγινε με την εξαιρετική επιλογή του 28χρονου Γραμματέα. Σε αυτά τα τρία μέτωπα θα κριθεί κυρίως η μάχη για την ηγεμονία στον λεγόμενο προοδευτικό χώρο και η αναγκαία αλλαγή των υφιστάμενων πολιτικών συσχετισμών.
O Γιάννης Τούντας είναι Καθηγητής Ιατρικής, Μέλος της Εκτελεστικής Γραμματείας του Κινήματος Αλλαγής & της Συντονιστικής Γραμματείας των “Κινήσεων Πολιτών για τη Σοσιαλδημοκρατία”.