Μέσα σε ένα διάστημα ολίγων μόνο ημερών, είχαμε δυο ιδιαίτερα αρνητικά πολιτικά γεγονότα στον Ευρωπαϊκό χώρο, με πρώτο, τις Γερμανικές εκλογές και την θεαματική άνοδο της ακροδεξιάς και δεύτερο, τις τρομερές συγκρούσεις στην Καταλωνία εξαιτίας του δημοψηφίσματος της ανεξαρτησίας.
Οι Γερμανικές εκλογές ειδικότερα επέφεραν ακόμα μια δυσάρεστη έκπληξη σε μια σειρά δυσάρεστων εκπλήξεων που έχουμε τα τελευταία χρόνια σε διάφορες εκλογικές αναμετρήσεις στον Δυτικό κόσμο, με το Brexit και την εκλογή Τραμπ να αποτελούν την κορωνίδα τους. Παράλληλα η κατάσταση στη Καταλωνία δεν θα πρέπει να βγαίνει εκτός του ίδιου κάδρου, ούτε η σχετικά πρόσφατη άλλωστε απόπειρα στην Σκωτία, αλλά ούτε και άλλες αποσχιστικές τάσεις που υπάρχουν εντός της Ευρωπαϊκής Ηπείρου.
Σε όλα τα παραπάνω κοινό συστατικό είναι η προσπάθεια ενός νέου αυτοπροσδιορισμού ενός μεγάλου αριθμού πολιτών που ζουν στην Ήπειρο. Αυτή η προσπάθεια αυτοπροσδιορισμού εκφράζεται με την επιστροφή του εθνικισμού , υπαρκτού ή φαντασιακού σε επίπεδο πλέον που δρα διαλυτικά και στα πολυεθνικά κράτη.
Για να μη μακρηγορούμε, όπως και στις ΗΠΑ έτσι και στην Ευρώπη είναι φανερό ότι έχουμε μπροστά μας μια βαθιά κρίση ταυτότητας η οποία συνδυάζεται και με τη κρίση ασφάλειας. Η κρίση ταυτότητας αφορά την αίσθηση της περιθωριοποίησης μεγάλων τμημάτων της δυτικής κοινωνίας, όχι μόνο οικονομικά, αλλά και πολιτικά και κοινωνικά.
Προφανώς οι οικονομικές ανισότητες, η δημιουργία του πρεκαριάτου ως σημαντική οικονομική τάξη, έχουν σημαντικό ρόλο σε αυτή την αναστάτωση. Αλλά είναι δεδομένο ότι δεν επαρκούν για να δικαιολογήσουν τη μαζική ενίσχυση κυρίως της άκρας δεξιάς. Ειδικά στις Γερμανικές εκλογές, οι ροές από τα αριστερόστροφα κόμματα στο ακροδεξιό AfD είναι εξαιρετικά μεγάλες για να περάσουν απαρατήρητες και δείχνουν ότι κάθε ερμηνεία του φαινομένου σε αμιγώς οικονομιστικά δεδομένα, μάλλον λειτουργεί αποπροσανατολιστικά.
Αιτίες όπως οι απρόσωπες διαχειριστικές πολιτικές, η αποδυνάμωση του συμβολικού κεφαλαίου, η γκετοποίηση μεγάλων περιοχών από μη ενσωματωμένες μεταναστευτικές κοινότητες, οι πρόσθετες ροές μεταναστών, η έξαρση της τρομοκρατίας, δημιουργούν την αίσθηση ότι τα κράτη και οι κοινωνίες είναι πορώδεις και αδύναμες. Σημειώνουμε δε ότι είναι σημαντικό και το πώς προσλαμβάνουν κάποια δεδομένα οι κοινωνίες και όχι πάντα το τι πραγματικά ισχύει.
Ταυτόχρονα, οι υπερενθικοί σχηματισμοί όπως της Ε.Ε. απέχουν πολύ μακριά από οποιαδήποτε ταύτιση με τις κοινωνίες που περικλείουν και η αίσθηση του πολίτη περί των οφελών από την συμμετοχή σε αυτή ή σε σχέση με το πόσο τον αφορά, είναι εξαιρετικά μικρή εάν είναι υπαρκτή.
Σε αυτή τη κρίση, της ταυτότητας και της ασφάλειας, οι ακροδεξιές Σειρήνες σχεδόν έχουν πάρει το μονοπώλιο της διαλεκτικής, καθώς άλλες πολιτικές δυνάμεις συχνά αρνούνται να παραδεχτούν ακόμα και την ύπαρξη του θέματος ή ιδεολογικά αδυνατούν να το ερμηνεύσουν. Αλλά ακόμα και σε περίπτωση παραδοχής του προβλήματος, η όποια λύση είναι πολύ δύσκολη, πώς αντιμετωπίζεις ένα πρόβλημα ταυτότητας και ασφάλειας χωρίς να υιοθετείς τις απλοϊκές ρητορικές της ακροδεξιάς. Είναι δε πολύ πιθανό να δούμε σπασμωδικές ή τουλάχιστον ανεπαρκείς αντιδράσεις οι οποίες ίσως εντείνουν τα προβλήματα αντί να τα επιλύσουν.
Ωστόσο, σε αυτή τη ρευστή κατάσταση, θεωρώ ότι πρέπει να αξιολογηθεί η ομιλία του Μακρόν για μια διαφορετική Ευρώπη, σίγουρα μπορεί να ειπωθεί ότι αποτελεί μια συνέχεια μιας αντίστοιχης ομιλίας που έκανε ο Γιουνκέρ. Αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση για πρώτη φορά ένας μετριοπαθής πολιτικός προσπαθεί να αγγίξει σε βάθος προβλήματα που απασχολούν τον Ευρωπαίο πολίτη από μια άλλη οπτική γωνιά. Κοινώς επιδιώκει την άμεση θεσμική ενίσχυση ολόκληρης της Ε.Ε. σε ένα μεγάλο εύρος τομέων ώστε να δημιουργήσει μια νέα αίσθηση ασφάλειας και να ενισχυθεί η αίσθηση του ανήκειν στους πολίτες της Ευρώπης.
Αναμφίβολα ο Μακρόν προσπάθησε να επιφέρει πολιτική έμπνευση στην Ε.Ε. που δείχνει να έχει χάσει κάθε προσανατολισμό και πορεία. Παρόλα αυτά είναι σαφές ότι χρειάζονται βαθιές δομικές αλλαγές και αλλαγές που κυρίως θα εξασφαλίζουν και τη συμμετοχή του πολίτη της Ηπείρου και σίγουρα το φιλόδοξο σχέδιο του δείχνει να έχει λίγες πιθανότητες να πετύχει, καθώς φαίνεται ότι δύσκολα η Γερμανία θα ενστερνιστεί το όραμα.
Δεν πρέπει όμως να αμφισβητούμε ότι είναι η μόνη εναλλακτική πορεία που διαφαίνεται αυτή τη στιγμή και ότι τουλάχιστον θα πρέπει να ξεκινήσει μια σοβαρή προσπάθεια προς αυτή τη κατεύθυνση. Αλλά είναι σαφές, ότι δεν επαρκεί για κανένα λόγο ένας Μακρόν, το ερώτημα είναι αν θα μπορέσει να σχηματοποιηθεί ένα αντίρροπο πολιτικό ρεύμα το οποίο θα είναι σε θέση να επιβάλλει στην Ε.Ε. να «στρίψει» από αυτή την αδιέξοδη πορεία που έχει μπει.