Την περασμένη Πέμπτη, 20 Ιουλίου, συμπληρώθηκαν σαράντα τρία χρόνια από την (παράνομη) τουρκική εισβολή και κατοχή του 38% του εδάφους της Κύπρου με τις γνωστές ολέθριες συνέπειες. Σαράντα τρία χρόνια μετά η κατάσταση παραμένει σχεδόν αμετάβλητη.
Ολες οι προσπάθειες για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος παρέμειναν ατελέσφορες. Και απ’ ό,τι φαίνεται μετά την τελευταία αποτυχία στο Κραν Μοντανά, το Κυπριακό μπορεί να παραμείνει άλυτο για απροσδιόριστο ακόμη χρονικό διάστημα. Αλυτο με την έννοια της συμφωνημένης, ορθολογικής, δημοκρατικά νομιμοποιημένης λύσης, λύσης που θα επιτρέπει την άρση της διχοτόμησης του νησιού και την ειρηνική συμβίωση των δύο κοινοτήτων (Ελληνοκυπριακής, Τουρκοκυπριακής). Γιατί άλλες «λύσεις» ενδεχομένως να υπάρξουν.
Αλλά γιατί σαράντα τρία χρόνια προσπαθειών, διαπραγματεύσεων συνομιλιών απέβησαν άκαρπες; Γιατί το Κυπριακό έφθασε να θεωρείται ως ένα ζήτημα «διαδοχικά χαμένων ευκαιριών» και ίσως ως ένα άλυτο πρόβλημα μέσα από διαπραγματευτικά συμφωνημένες διαδικασίες;
Η πρώτη απάντηση στο ερώτημα είναι ότι γι’ αυτό την ευθύνη αποκλειστικά φέρει η Τουρκία και η αδιαλλαξία της. Αυτό ας θεωρηθεί ως μια δεδομένη κατάσταση. Αλλά η παραδοχή αυτή δεν ακυρώνει το επόμενο ερώτημα: γιατί η ελληνοκυπριακή (και η ελληνική) πλευρά απέτυχε τα σαράντα τρία αυτά χρόνια «να εγκλωβίσει» την Τουρκία σε μια διαδικασία «δίκαιης και βιώσιμης λύσης»; Ή μήπως όταν κατάφερε να την «εγκλωβίσει» απέτυχε ή απέφυγε να αξιοποιήσει τη δυναμική για να φθάσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα;
Πέρα από τις οποιεσδήποτε συγκυριακές εκτιμήσεις, θα επισημάνω τρεις λόγους που βρίσκονται, από ελληνοκυπριακής πλευράς – της πλευράς δηλαδή που πρωτίστως ενδιαφέρει η λύση – στη ρίζα της αδυναμίας επίλυσης του κυπριακού προβλήματος:
1. Η πεποίθηση τμημάτων της πολιτικής ελίτ, πολιτών, Εκκλησίας και της Κύπρου ότι η μόνη «δίκαιη λύση» βρίσκεται ουσιαστικά στην ακύρωση της στρατιωτικής ήττας του 1974, στην εξάλειψη όλων των συνεπειών που προέκυψαν από τη στρατιωτική εισβολή και κατοχή. Οσο επιθυμητή κι αν θα ήταν μια τέτοια λύση, είναι εύκολα κατανοητό ότι πρόκειται για μια ουτοπική επιδίωξη. Οι συσχετισμοί δύναμης είναι γνωστοί. Και μέσω της διπλωματίας και διαπραγματεύσεων ουδέποτε ακυρώθηκαν στρατιωτικές ήττες. Οι διαπραγματεύσεις οδηγούν σε συμβιβασμούς, επώδυνους ορισμένες φορές, που περιορίζουν τις συνέπειες της ήττας σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, αλλά δεν τις ακυρώνουν. Αυτό διδάσκει η Ιστορία. Αυτό διδάσκει ο Ελ. Βενιζέλος, ο οποίος μέσω της Συνθήκης της Λωζάννης εξασφάλισε τα μέγιστα για τον ελληνισμό αλλά δεν ανέτρεψε ολικά και τις συνέπειες της καταστροφής που είχε προηγηθεί. Στην περίπτωση της Κύπρου η πεποίθηση αυτή οδηγεί στην προβολή των πλέον μαξιμαλιστικών θέσεων που εξ ορισμού είναι αυτοηττούμενες και αδιέξοδες, χωρίς βεβαίως να συνεκτιμάται ο παράγων «χρόνος». Οτι δηλαδή ο χρόνος, αντίθετα με ό,τι πιστεύουν ορισμένοι, δεν εργάζεται υπέρ της ολικής «επιθυμητής λύσης» αλλά αντίθετα εμπεδώνει τις συνέπειες της στρατιωτικής εισβολής και συνεπώς απομακρύνει ακόμη περισσότερο τη λύση. Αλλά, όπως έχει συμβεί πολλές φορές στην Ιστορία του ελληνισμού, θυσιάζουμε το χρονικά «επιτεύξιμο» και «εφικτό» (Κραν Μοντανά) υπέρ του χρονικά απροσδιόριστα «επιθυμητού», με αποτέλεσμα να οδηγούμεθα τελικά στην ολική ήττα και καταστροφή.
2. Ως συνέπεια της παραπάνω θέσης, δεν υπάρχει ομόθυμη στήριξη της «διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας» που έχει προσδιορισθεί από το 1977, ως του ενδεδειγμένου προτύπου λύσης. Το σύστημα της ομοσπονδίας στηρίζεται στην πολιτική ισότητα των «συμπραττόντων μερών» (constituent parts) και στην έννοια του «sharing», του διαμοιρασμού πολιτικής εξουσίας, ευημερίας, αγαθών, κ.λπ. Μια σημαντική ωστόσο κατηγορία Ελληνοκυπρίων (πολιτών, elites) δεν φαίνεται να αποδέχεται ούτε την έννοια της πολιτικής ισότητας ούτε του «διαμοιρασμού». Πιστεύει στην αρχή της πλειοψηφίας – μειοψηφίας ως τη βάση συγκρότησης του κυπριακού κράτους. Υπάρχουν ωστόσο περιπτώσεις όπου η αρχή αυτή δεν μπορεί να λειτουργήσει, καθώς καταδικάζει μια μειοψηφία να παραμένει εσαεί στον ρόλο της μειοψηφίας. Οθεν η ανάγκη της ομοσπονδιακής συγκρότησης. Αλλά αυτό ακριβώς το θεμελιακό στοιχείο φαίνεται ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να κατανοηθεί από ορισμένους οι οποίοι συνεπώς είτε απορρίπτουν ανοιχτά τη λύση αυτή ή προφασίζονται προσχηματικά να τη στηρίζουν χωρίς ωστόσο να αποδέχονται τις συνέπειές της.
3. Δεν αξιοποιήθηκε το μείζον γεγονός της συμμετοχής της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ). Οταν το 1986 ο αείμνηστος Γ. Κρανιδιώτης ξεκινούσε τη διαδικασία ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ και τελικά με τη στρατηγική Κ. Σημίτη η Κύπρος εντάχθηκε τον Μάιο 2004, ο στόχος ήταν η συμμετοχή στην Ενωση να λειτουργήσει ως καταλύτης για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος. Δεν λειτούργησε. Και δεν λειτούργησε γιατί πρωτίστως η Λευκωσία (και εν μέρει η Αθήνα) δεν θέλησαν να αξιοποιήσουν ευρηματικά τη συμμετοχή για την επίτευξη λύσης. Την «αξιοποίησαν» είτε ρητορικά είτε ακόμη και βλαπτικά σε ορισμένες περιπτώσεις. Και οπωσδήποτε αγνόησαν (και αγνοούν) τις δυναμικές συνέπειες που παράγει η διαδικασία του εξευρωπαϊσμού. Ορισμένες ρυθμίσεις π.χ. που θα ήταν εντελώς απαράδεκτες ή ζημιογόνες για τη χώρα έξω από την Ευρωπαϊκή Ενωση, θα ήταν πρακτικώς ακίνδυνες για μια χώρα-ομοσπονδία εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η λύση π.χ. του Σχεδίου Ανναν μπορεί να είχε σημαντικά προβληματικά στοιχεία. Αλλά αγνοήθηκε πλήρως ότι η λύση αυτή θα υλοποιείτο με την Κύπρο εντός της Ενωσης και ως εκ τούτου τα οποιαδήποτε προβληματικά στοιχεία θα είχαν ατονήσει ή ακυρωθεί πλήρως και σήμερα θα είχαμε μια «άλλη Κύπρο».
Σαράντα τρία χρόνια μετά θα πρέπει να συνειδητοποιηθεί ότι η μόνη δίκαιη και βιώσιμη λύση που θα ακυρώνει τη διχοτόμηση και θα ελαχιστοποιεί τις συνέπειες «του 1974» είναι αυτή της «διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας» με την ομόσπονδη Κύπρο ως πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ετσι, καλό θα είναι η κάθε πλευρά να αφήσει στην άκρη τους αυτοηττούμενους μαξιμαλισμούς «ευγενούς τύφλωσης» ή άλλης σκοπιμότητας και να επανέλθει στη διαπραγμάτευση προτού χαθεί οριστικά (εάν δεν έχει ήδη χαθεί) η δυνατότητα της λύσης ομοσπονδιακής λογικής.
Ο κ. Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος της Συντονιστικής Γραμματείας των “Κινήσεων Πολιτών για τη Σοσιαλδημοκρατία”.