Ολοκληρώθηκε μετά από καθυστέρηση τουλάχιστον ενός χρόνου, η 2η αξιολόγηση του Μνημονίου Νο 3, με βαρύ όμως τίμημα για την ελληνική οικονομία και κοινωνία. Λόγω αυτής της καθυστέρησης, η παρατεταμένη ύφεση και το αντιεπενδυτικό και αντιαναπτυξιακό κλίμα όξυναν τη δημοσιονομική κρίση και οδήγησαν ουσιασικά τη χώρα στο Μνημόνιο Νο 4 για την περίοδο 2019-2022, με υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% και πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα ύψους 4,5 δισεκ. Ευρώ, με περικοπές συντάξεων και αφορολόγητου τα οποία είχε ήδη νομοθετήσει η κυβερνητική πλειοψηφία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Η τακτική των καθυστερήσεων και των επικοινωνιακών παιχνιδιών της κυβέρνησης με το διαπραγματευτικό κόλπο να ενοποιήσει το κλείσιμο της 2ης αξιολόγησης με τη ρύθμιση του χρέους, απέτυχε. Προκάλεσε τεράστιο κόστος, ενώ τελικά οι ρυθμίσεις για το χρέος μετατίθενται για μετά την λήξη του προγράμματος (Αύγουστος 2018) και, παράλληλα, διατηρείται η αβεβαιότητα σχετικά με τη δυνατότητα ένταξης των ελληνικών ομολόγων στην πιστωτική χαλάρωση (QE) και την ικανότητα της Ελλάδας να επιστρέψει στις αγορές.
Στα θετικά της συμφωνίας είναι η απελευθέρωση των 8,5 δισεκ. ευρώ που χρειάζεται το ελληνικό κράτος για την αποπληρωμή των υποχρεώσεων του το προσεχές διάστημα, η προσωρινή έστω άρση των επιφυλάξεων του ΔΝΤ, μετά από τις πιο ενισχυμένες δεσμεύσεις που περιλήφθηκαν για την ελάφρυνση του χρέους και κυρίως την αποδοχή της γαλλικής πρότασης, ως βαλβίδας ασφαλείας, για μεγαλύτερη μετακύλιση του, εάν η ανάπτυξη είναι κατώτερη των προβλέψεων, αρκεί βέβαια αυτό να μη γίνει εμπροσθοβαρής παγίδα, αν η ανάπτυξη είναι μεγαλύτερη και το όποιο όφελος να πηγαίνει στους δανειστές.
Τα υπόλοιπα σημεία της συμφωνίας που αναφέρονται σε ανάπτυξη, πόρους των διαρθρωτικών ταμείων, αναπτυξιακή τράπεζα, τεχνική βοήθεια κλπ, ήταν ήδη γνωστά
Με αυτά τα δεδομένα, η χώρα πρέπει να αξιοποιήσει τη θετική διάσταση που μπορεί να αποκτήσει η συμφωνία, ως προς την άρση της αβεβαιότητας και των επιφυλάξεων των ξένων αγορών και των επενδυτών, αν η Ελλάδα καταφέρει να αποδείξει ότι οι παλινωδίες γύρω από την αξιολόγηση, τις σχέσεις με τους πιστωτές και το αντιεπιχειρηματικό κλίμα που καλλιεργείται, δεν έχουν επιφέρει ανεπανόρθωτη ζημιά στην ελληνική οικονομία.
Και κυρίως, αν εφαρμοστούν αναπτυξιακές πολιτικές που θα επαναφέρουν το κλίμα εμπιστοσύνης, θα προκαλέσουν επιστροφή των καταθέσεων στις τράπεζες ώστε να καταστεί δυνατή η κατάργηση των capital controls και θα λύσουν τα θεσμικά, διοικητικά, οργανωτικά και άλλα εμπόδια για τις επενδύσεις και το επιχειρείν.
Μπορεί αυτή η κυβέρνηση να προωθήσει ένα τέτοιο σχέδιο, να αποκαταστήσει την κανονικότητα στη χώρα και να υπηρετήσει τους αναπτυξιακούς της στόχους, τηρώντας τους δημοσιονομικούς κανόνες;
Μέχρι σήμερα δεν μας έχει πείσει. Και επειδή δεν έχουμε άλλα περιθώρια πειραματισμών, η χώρα πρέπει να αποκτήσει μια άλλη κυβέρνηση που να μπορεί να προωθήσει την παραγωγική ανασυγκρότηση, την ανταγωνιστικότητα, τη βιώσιμη ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή.