Στα 37 χρόνια συμμετοχής της στην Ένωση η Ελλάδα υπήρξε δυστυχώς το κατ’ εξοχήν προβληματικό μέλος που προκαλούσε κρίσεις και δυσχέρειες στη λειτουργία του συστήματος (η Βρετανία είναι άλλης κατηγορίας πρόβλημα) , αν και το περισσότερο ευνοημένο (οι κατά κεφαλή χορηγήσεις πόρων από τον προϋπολογισμό της ΕΕ είναι οι υψηλότερες όλων) . Στις περισσότερες περιπτώσεις η Ελλάδα υπήρξε πρόβλημα χωρίς ουσιαστικό λόγο και αιτία (π.χ. για τη μεγιστοποίηση των ελληνικών συμφερόντων) αλλά είτε για λόγους ιδεοληπτικούς ( υποστήριξη,π.χ. ορισμένων απεχθών καθεστώτων όπως αυτό της Λιβύης του Καντάφι στη δεκαετία του 1980 ή της Σοβιετικής Ένωσης – τραυματικό επεισόδιο με την κατάρριψη του Κορεατικού τζάμπο το 1983, κ.ά.) είτε εξ αιτίας της «εθνικής μας τύφλωσης» (π.χ. υποστήριξη Μιλόσεβιτς στην περίοδο της Βαλκανικής σύγκρουσης, τρόπος δημιουργίας του θέματος της ονομασίας της γειτονικής μας χώρας – ΠΓΔΜ) ή τέλος για την απροθυμία και αδυναμία μας να προσαρμοσθούμε μέσα από διαρθρωτικές αλλαγές στη λογική της Ευρωπαϊκής ενοποίησης. Υπήρξαν ωστόσο και εξαιρέσεις στο ζοφερό αυτό απολογισμό, όπως π.χ. οι στιγμές που ο Θ. Πάγκαλος ως (ο καλύτερος) Υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων διεκδικούσε τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα (ΜΟΠ).
Ωστόσο η μόνη και ασυγκρίτως καλύτερη στιγμή της Ελλάδας στην Ένωση υπήρξε αναντίρρητα αυτή της περιόδου 1996-2004, της περιόδου δηλαδή διακυβέρνησης της χώρας από τον Κ. Σημίτη. Ήταν η περίοδος που η μικρή Ελλάδα αναδείχτηκε σε πρωταγωνιστικό παίκτη κύρους του συστήματος μεγιστοποιώντας τα συμφέροντά της με, μεταξύ άλλων, την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ, την ένταξη της Κύπρου, τον εξευρωπαϊσμό των ελληνοτουρκικών σχέσεων (που στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε) αλλά και συμβάλλοντας καθοριστικά στη διαμόρφωση της ΕΕ (άνοιγμα διαδικασίας ένταξης Βαλκανικών χωρών – agenda Θεσσαλονίκης). Η Ελλάδα ήταν τότε η ισχυρή και αξιόπιστη χώρα . Το πλέον αδιάψευστο αποδεικτικό στοιχείο: η Ελλάδα στην όλη ενωσιακή της διαδρομή κατέκτησε μόνο τρεις υψηλές θεσμικές θέσεις στο σύστημα της Ένωσης. Θέσεις για τις οποίες η επιλογή δεν γίνεται ως πολιτική απόφαση αλλά με αντικειμενικά, αξιοκρατικά κριτήρια και με δύσκολες ανταγωνιστικές διαδικασίες. Πρόκειται για τις θέσεις του Αντιπροέδρου της ΕΚΤ (Λ. Παπαδήμος), του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή (Ν. Διαμαντούρος) και του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου – ΔΕΚ (Β. Σκουρής). Έ, όλες αυτές οι επιλογές έγιναν στην περίοδο 1996-2004, όταν δηλαδή η Ελλάδα ήταν η αξιόπιστη χώρα των σοβαρών Ελλήνων που την εμπιστεύονταν. Με την αποχώρηση των Τριών, η Ελλάδα δεν κατέχει καμιά υψηλή, μη πολιτική, ανταγωνιστική θεσμική θέση και ούτε δυστυχώς πρόκειται να αναλάβει στην κατάσταση που βρίσκεται και με το Grexit να πλανάται απειλητικά.
Μπορεί η Ελλάδα να επανέλθει ως κανονικό, αξιόπιστο μέλος της ΕΕ; Τίποτα δεν είναι αναπόφευκτο, τίποτα προδιαγεγραμμένο. Όλα τα σενάρια είναι ανοιχτά. Όρος για «να επανέλθει» είναι πάντως να εκπληρωθούν οι βασικές πολιτικές και οικονομικές προϋποθέσεις. Διαδικασία δύσκολη αλλά όχι και αδύνατη. Είναι στα χέρια του καθενός ξεχωριστά…
05/04/2017
Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μέλος της Συντονιστικής Γραμματείας των “Κινήσεων Πολιτών για τη Σοσιαλδημοκρατία”