Το 2016 μας «κληρονόμησε» δύο γεγονότα μεγάλης ιστορικής σημασίας, το πρώτο είναι το Brexit και το δεύτερο και αναμφίβολα σημαντικότερό, η εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ, αμφότερα βέβαια εντάσσονται σε μια πολιτική αναστάτωση η οποία κυριαρχεί στον δυτικό κόσμο και ιδιαίτερα στο εντοπισμένο πλέον ρεύμα του εθνολαϊκίσμού που δείχνει να έχει πολύ ισχυρή δυναμική.
Εκ των ανωτέρω, είναι δεδομένο ότι το παγκόσμιο σύστημα έχει μπει πλέον σε μια νέα φάση, σε μια κατάσταση ρευστότητας και ανασφάλειας, για την οποία όμως φαίνεται ότι υπάρχει μια σχετική δυσκολία στην αξιολόγηση της ή ακόμα και απροθυμία. Ειδικά στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή η έλλειψη συζήτησης για το ποιες είναι οι πιθανές συνέπειες του «μετατραμπικού» παγκόσμιου συστήματος.
Σίγουρα οι εκτιμήσεις είναι δύσκολες, καθώς ειδικά για τον Τραμπ, δεν ξέρουμε κατά τι ποσοστό ή με ποιον τρόπο, θα προχωρήσει τις εξαγγελίες του, ή θα υπερβεί τα check & balances πολιτικού συστήματος των ΗΠΑ, αλλά η ανάγκη επεξεργασίας σεναρίων και η αξιολόγηση τουλάχιστον των βασικών τάσεων του υπό διαμόρφωση διεθνές συστήματος είναι πέρα από αναγκαία και βάσει αυτών των τάσεων θα πρέπει να δούμε αν μπορεί να συγκροτήσει κάποια στρατηγική η χώρα μας.
Στη μεγάλη γεωπολιτική σκακιέρα, ο Τραμπ δείχνει να έχει μια πιο εχθρική στάση προς τη Κίνα, να βάζει ως σοβαρή προτεραιότητα το ακραίο Ισλάμ, αλλά να βλέπει και πιο θετικά τη Ρωσία του Πούτιν. Παράλληλα δείχνει να επιθυμεί να μπουν οι ΗΠΑ σε μια λογική απομονωτισμού τόσο στις διεθνείς όσο και στις εμπορικές σχέσεις με τον υπόλοιπο κόσμο. Σε αυτή τη πορεία τοποθετείστε και την απροθυμία για την συνέχιση της στήριξης του ΝΑΤΟ, τουλάχιστον στο βαθμό που γινόταν μέχρι τώρα.
Η Ε.Ε. δείχνει επίσης να είναι σε ένα ιστορικό κόμβο, το λαϊκιστικό ρεύμα δυναμώνει και η πορεία της Ένωσης δείχνει να βρίσκεται σε έντονες αναταράξεις , με πολύ πιθανή μια πορεία χαλάρωσης ή και αναστροφής της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Πολιτικά δε παρόλο που είναι ασθενής διατηρεί συνολικά μια αντιρωσική στάση ενώ βρίσκεται και σε μια γεωπολιτική δυναμική ανισορροπία με τον απρόθυμο ηγεμονικό ρόλο της Γερμανίας μετά το Brexit.
Τα ανωτέρω είναι λίγο ως πολύ γνωστά, αλλά απαιτούν περαιτέρω αποκωδικοποίηση για εμάς. Μπορούμε να πούμε όμως με απλά λόγια, ότι η παρεμβατικότητα και η πολιτική των τοπικών ισορροπιών από τις ΗΠΑ θα μειωθεί, ενώ θα εντατικοποιηθεί ο πόλεμος προς το Ισλάμ με λιγότερο κομψό τρόπο. Η Ρωσία ενδυναμώνεται γεωπολιτικά σημαντικά και αυτή θα εστιάσει προς το Ισλάμ για να αναδειχθεί στον χρήσιμο εταίρο των ΗΠΑ, οδηγώντας την Ε.Ε. σε γεωπολιτική ασφυξία.
Εδώ αποκτά σημασία και ο ρόλος της Τουρκίας, η χώρα είναι σε βαθιά πολιτική κρίση, αλλά αυτό τη κάνει πιο επικίνδυνη, περίπου ως ένα «λαβωμένο θηρίο» , θεωρητικά εξακολουθεί να επιδιώκει την κυριαρχία στον Ισλαμικό κόσμο και εν μέρει αυτό την κάνει χρήσιμη στην Δύση, παρόλα αυτά η αστάθεια της μπορεί να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα και ανά πάσα στιγμή να την κάνει να δράσει «μη ορθολογικά», ενώ το όποιο «χαρτί» της ευρωπαϊκής προοπτικής (το οποίο είχε αξιοποιηθεί πολύ καλά από την Ελληνική διπλωματία στο παρελθόν), πλέον έχει ελάχιστη δυναμική.
Το πρόβλημα δηλαδή σε αυτή τη περίπτωση είναι ότι η αστάθεια της, συνδυάζεται με μια αδιαφορία περί ισορροπιών των ΗΠΑ και μια θολή πορεία της Ε.Ε., γεγονός που εκθέτει σε αρκετούς κινδύνους την οικονομικά αποδυναμωμένη χώρα μας η οποία μάλιστα δείχνει να μην έχει κανέναν στρατηγικό προσανατολισμό και να είναι ανά πάσα στιγμή «έτοιμη» για grexit, μένοντας γεωπολιτικά μετέωρη.
Τέλος στο «παζλ» θα πρέπει να αξιολογήσουμε και τη θέση της Κίνας, η οποία ως εξαγωγική οικονομία επιθυμεί τη διατήρηση των ανοικτών αγορών και προσπαθεί ταυτόχρονα να αποκτήσει μια πιο «πολιτική» παρουσία στον υπόλοιπο κόσμο και σε ένα βαθμό να καλύψει το κενό που επιδιώκουν να αφήσουν οι ΗΠΑ.
Στο τοπίο που περιγράφτηκε συνοπτικά η Ελλάδα θα πρέπει να αντιληφθεί ότι δεν έχει την πολυτέλεια να μην έχει καμία στρατηγική και ότι θα πρέπει ταυτόχρονα η όποια στρατηγική της να είναι ιδιαίτερα προσεκτική. Η γενική βέβαια αρχή θα πρέπει να αφορά την συνειδητή ισχυροποίηση της, τόσο οικονομικά, όσο γεωπολιτικά και αμυντικά. Και όσο και αν αυτή η φράση φαντάζει κοινότοπη, μπορεί να πει κάποιος με ασφάλεια ότι για μεγάλο διάστημα η χώρα μας λειτουργεί είτε διαχειριστικά, είτε – ακόμα χειρότερα – με όρους επικοινωνιακούς.
Πιο συγκεκριμένα, θα πρέπει να σταματήσει να σέρνεται γύρω από ένα πιθανό grexit, σε αυτή τη συγκυρία οποιαδήποτε άλλη πολιτική πλην της προσήλωσης της στην παραμονή στο Ευρώ, είναι εξαιρετικά χειρότερη. Αυτό που χρειάζεται να κάνει βέβαια είναι να αναπτύξει την οικονομία της εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου και να το αξιοποιήσει προς όφελος της με ένα νέο παραγωγικό σχέδιο (σχετικά άρθρα και απόψεις πάνω σε αυτό το θέμα υπάρχουν αρκετές).
Από εκεί και πέρα, γεωπολιτικά, η χώρα μας θα πρέπει να εξετάσει αν μπορεί να βελτιώσει τις σχέσεις της με τη Ρωσία, ως μέλος όμως της Ε.Ε. και με σύνεση να δει πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει εξομαλυντικά μεταξύ Ε.Ε. και Ρωσίας.
Επίσης έχει το μεγάλο ερώτημα να αντιμετωπίσει σε σχέση με τις ΗΠΑ του Τραμπ, για τις οποίες πιθανόν η βάση στη Κρήτη θα έχει άλλη σημασία αν όντως θέλει να εντατικοποιήσει τον «πόλεμο στο Ισλάμ», επίσης αποτελεί μάλλον θετικό στοιχείο ότι η χώρα μας τηρούσε τις υποχρεώσεις της ως προς το ΝΑΤΟ σταθερά (κάτι που επεσήμανε μάλλον για αυτόν τον λόγο και ο Ομπάμα στην επίσκεψη του), πιθανόν και εδώ θα έπρεπε να εξετάζαμε το ενδεχόμενο να λειτουργήσουμε θετικά σε μια επιδιωκόμενη επαναπροσέγγιση Ρωσίας – ΗΠΑ.
Από την άλλη βέβαια η Κίνα συνεχίζει να έχει τεράστιο ενδιαφέρον για εμάς, διότι είναι η μόνη χώρα που έχει αντικειμενικούς λόγους να επιδιώκει τις επενδύσεις στην Ελλάδα ως κόμβος του διαμετακομιστικού εμπορίου και θα πρέπει να δούμε αν η συνεργασία μπορεί να επεκταθεί και σε άλλους τομείς, εδώ βέβαια παραμένει ση μαντική παράμετρος η ιδιότητα μας ως μέλος της ευρωζώνης.
Τέλος θέλοντας και μη η χώρα μας θα πρέπει να ξαναδεί το ζήτημα της αμυντικής ισχυροποίησης, παρά την οικονομική καχεξία, θα πρέπει να βρει τρόπους, εφόσον επιθυμεί να αποφύγει την «Φινλαδοποίηση» έναντι της Τουρκίας του Ερντογάν και να ισχυροποιήσει την άμυνα της.
Ενδεχομένως θα πρέπει πλέον να διερευνήσει εντελώς νέες «ασύμμετρες» στρατηγικές όπως έχει υιοθετήσει το Ιράν (π.χ. με πολλά φθηνά πολεμικά ταχύπλοα έχει προκαλέσει πονοκέφαλο στο πανίσχυρο ναυτικό των ΗΠΑ), ή συνδυασμό οικονομικών πλατφόρμων – έξυπνων όπλων αντί για σύνθετα πανάκριβα συστήματα. Επίσης θα πρέπει να εξεταστεί η δυνατότητα εγχώριας παραγωγής ή συμπαραγωγής οπλικών συστημάτων ώστε τουλάχιστον μέρος των δαπανών για την άμυνα να επιστρέφουν στην εθνική οικονομία. Εδώ ίσως θα έπρεπε να πιέσει και την Ε.Ε. εφόσον βρει τον προσανατολισμό της, να εξετάσει την θέση της ως προς την ενιαία αμυντική πολιτική.
Συνοψίζοντας, θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι πλέον το παγκόσμιο σύστημα είναι σε μια νέα φάση, όπου δεν επαρκεί απλώς να διαχειρίζεσαι την παρουσία σου. Είναι αναγκαίο αποφασιστικά η χώρα να βγει από την εσωστρέφεια και με σύνεση να προχωρήσει, όσο το επιτρέπουν οι δυνάμεις της, στην οικονομική, διπλωματική και αμυντική ισχυροποίηση. Αναμφίβολα, θα μπορούσαν να διατυπωθούν κάποιες εναλλακτικές απόψεις, ή να υπάρχει εμβάθυνση από ειδικούς για το τι θα μπορούσε να γίνει ακριβώς. Παρόλα αυτά, αυτό που είναι σημαντικό είναι να ξεκινήσει η συζήτηση, τόσο σε επίπεδο ειδικών, όσο φυσικά και σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών.
Ο Σωτήρης Κατσέλος εργάζεται ως Σύμβουλος Επικοινωνίας και αρθρογραφεί για διεθνολογικά και οικονομικά θέματα και είναι μέλος της Συντονιστικής Γραμματείας των “Κινήσεων Πολιτών για τη Σοσιαλδημοκρατία”.