Δεν είναι δύσκολο να παρατηρήσουμε ότι σήμερα, το σενάριο της επιστροφής των ψηφοφόρων στις προ της κρίσης πολιτικές φωλιές τους στηρίζεται σε εντελώς εσφαλμένη διάγνωση της πιθανολογούμενης συμπεριφοράς τους. Κάτι τέτοιο, σε ουσιώδη κλίμακα, δεν είναι δυνατόν. Οι συνθήκες που διαμορφώθηκαν ύστερα από επτά χρόνια «κρίσης» έχουν ήδη επιδράσει αποφασιστικά ως παράγοντες διαμόρφωσης νέων πολιτικών ταυτοτήτων και προσδοκιών. Μπορεί, με την εκδήλωση της κρίσης στην πρώτη διετία της, να άλλαξαν ξαφνικά οι πολιτικές προτιμήσεις, το ίδιο, όμως δεν φαίνεται ότι μπορεί να επαναληφθεί με απλή αναστροφή πάνω στο ίδιο μονοπάτι, ύστερα από επτά χρόνια δραματικών αλλαγών στο σύνολο σχεδόν των συνθηκών. Τώρα πλέον έχουμε μια νέα κατάσταση που διαμορφώνει νέες πολιτικές προσδοκίες και ως εκ τούτου νέες συμπεριφορές. Μια καλοσχεδιασμένη έρευνα στάσεων και αντιλήψεων θα μπορούσε να επιβεβαιώσει τις επόμενες διαισθητικές διαγνώσεις.
Tο ταξινομικό μοντέλο της προσδοκώμενες πολιτικής συμπεριφοράς μάλλον χαρτογραφεί ήδη κατηγορίες που δεν υπήρχαν πριν από την κρίση και ως εκ τούτου δύσκολα θα μπορούσαμε να στηρίξουμε μια θεωρία μαζικής επιστροφής ψηφοφόρων σε κάποιες παλιές πολιτικές ρίζες. Ας δούμε αυτή την εικόνα που φαίνεται να προβάλλει και ας επιχειρήσουμε να στηρίξουμε, σε αυτή την κατηγοριοποίηση, την αναμενόμενη πολιτική συμπεριφορά του εκλογικού σώματος κατά το προσεχές μέλλον.
Το εκλογικό σώμα συντίθεται ήδη από νέες διακριτές ομάδες πολιτών που έχουν διαφορετικό πλαίσιο βιωματικής αναφοράς σε σχέση με την αρχή της περιόδου της κρίσης: Είναι (α) η ομάδα όσων έχουν βιώσει την προ του 2010 περίοδο της τεχνητής ευημερίας και οι οποίοι στην συντριπτική πλειονότητα τους αδυνατούν να ερμηνεύσουν ψύχραιμα τα αίτια της εθνικής έκπτωσης. Το μεγαλύτερο μέρος της ομάδας αυτής μετατοπίστηκε στον ΣΥΡΙΖΑ με την πεποίθηση ότι ήταν ζήτημα ηθικής και φιλολαϊκής διαχείρισης της κρίσης για να ξαναδούν τις μέρες της πρώην ευτυχίας τους. Ακόμη και ύστερα από επτά χρόνια «νέων εμπειριών» και πολιτικών ζυμώσεων, η πλειονότητα της ομάδας αυτής εξακολουθεί να πιστεύει στην εθνικολαϊκιστική ερμηνεία της κρίσης και τώρα απλώς δείχνει μια δυσπιστία ως προς την ικανότητα του ΣΥΡΙΖΑ να τηρήσει τα υπεσχημένα τα οποία, όμως, τα μέλη της ομάδας, κατά βάθος εξακολουθούν να προσδοκούν. Αυτοί, είτε θα μείνουν στον ΣΥΡΙΖΑ με κουτσουρεμένες προσδοκίες, είτε θα αναζητήσουν έκφραση στα αριστερίστικα και εθνικολαϊκά αποκόμματα (Κωσταντοπούλου, Λαφαζάνης, Χρυσή Αυγή). ‘Ένα μικρό μέρος θα δείξει ότι «έμαθε» από την κρίση και γιαυτό θα κατευθυνθεί, με πολλές επιφυλάξεις, σε φιλοευρωπαϊκούς σχηματισμούς (ΝΔ, ΔΗΣΥ, υπό κατασκευή σοσιαλδημοκρατία). Επί του παρόντος, όμως, ο ευρύς αυτός πολιτικός χώρος δεν έχει κατεβάσει πειστική πολιτική πλατφόρμα για την αντιμετώπιση της ΝΕΑΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ. Ο φόβος του διάσπαρτου πολιτικού μικρο-κόστους έχει κάνει όλους τους πολιτικούς σχηματισμούς της πλευράς αυτής να διατηρούν με φανατισμό την πολυσυλλεκτική τους ασάφεια. Ως εκ τούτου είναι ακόμη δύσκολο να εκτιμήσουμε την αντοχή τους στις απαιτήσεις του παρόντος και κυρίως του άμεσου μέλλοντος. Τούτο είναι σοβαρός παράγων πολιτικής αβεβαιότητας.
Η επόμενη μεγάλη ομάδα, (β) είναι εκείνοι που ουσιαστικά διαμόρφωσαν την πολιτική τους αντίληψη μέσα στο πλαίσιο των παραστάσεων της νέας κατάστασης μετά την κρίση. Πρόκειται για πολίτες νεώτερης ηλικίας που το πολιτικό τους βίωμα ζυμώθηκε αφενός από την πραγματικότητα της νέας κατάστασης και αφετέρου από τις αφηγήσεις των παλαιοτέρων και το σφυροκόπημα των ΜΜΕ και των κομμάτων, με την ιδέα ότι η χώρα διέρχεται μια προσωρινή έκτακτη κατάσταση που μπορεί να ανατραπεί με κυρίως δημοσιονομικούς χειρισμούς (δημοσιονομική λιτότητα) και έντονη αντιδικία προς την ΕΕ με στόχο να εξασφαλίσει η χώρα «όσα δικαιούται». Η ομάδα αυτή ψάχνεται ως προς την κομματική της τοποθέτηση, αλλά συνάμα ζυμώνεται με ισχυρές δόσεις εθνικολαϊκιστικής προσδοκίας (κυρίως ενάντια στην παγκοσμιοποίηση) και αντιευρωπαϊσμού. Η ομάδα αυτή στις δημοσκοπήσεις εκφράζεται κυρίως με όσους δηλώνουν αναποφάσιστοι ή αποχή από τις εκλογές. Η ομάδα αυτή απαιτεί πολύ καλά σχεδιασμένη προσέγγιση από την παράταξη της εν γενέσει σοσιαλδημοκρατίας, για να πειστεί ότι υπάρχει πράγματι εναλλακτική λύση για το «εθνικό» μας πλέον ζήτημα, όπως μάλλον θα πρέπει αυτοί να βλέπουν το ζήτημα της επονομαζόμενης κρίσης.
Υπάρχει και μια τρίτη, (γ) ομάδα σε αυτή την ταξινόμηση όπου και κυρίως η σοσιαλδημοκρατία πρέπει να στηρίξει και να θεμελιώσει την επιρροή της για να έχει εκλογικό έρεισμα με ευρύτερη προοπτική. Είναι η ομάδα εκείνων των συμπολιτών μας που δείχνουν ότι έχουν αρκούντως αναστοχαστεί πάνω στην κατάσταση και έχουν τουλάχιστο αρχίσει να αντιλαμβάνονται την ανάγκη ενός πραγματικού νέου εθνικού αφηγήματος που θα αντικαταστήσει την οπισθοδρομική αναζήτηση λύσεων στο εθνικό ζήτημα με όρους «προσωρινής κρίσεως» που οφείλεται σε κακούς ξένους και μοχθηρούς εταίρους. Δεν είναι εύκολο να υπολογίσει κάποιος το δυναμικό αυτής της ομάδας, επειδή οι αναστοχαζόμενοι κατά κανόνα σιωπούν στην περίοδο του αναστοχασμού τους και εκδηλώνουν την πολιτική τους προτίμηση συνήθως όταν τους ενθουσιάσει μια εναλλακτική πραγματιστική πρόταση. Μια ένδειξη του πλήθους τους ίσως μπορούμε να πάρουμε εκτιμώντας την παρουσία πολιτών στις διαδικασίες συγκρότησης του δημοκρατικού και σοσιαλδημοκρατικού κέντρου. Γιαυτό και οι τέτοιου είδους εκδηλώσεις πρέπει να πυκνώσουν και χρονικά αλλά και γεωγραφικά.
Σε τι γενικότερα συμπεράσματα μπορεί να μας οδηγήσει η παραπάνω ταξινόμηση; Χρήσιμο είναι να την δούμε από δύο συμπληρωματικά αλλήλων επίπεδα προγραμματικής θέασης των δυνάμεων που αγωνίζονται για την δημιουργία τους σοσιαλδημοκρατικού μπλοκ: Από (α) το επίπεδο στρατηγικής και (β) το επίπεδο συγκυριακής τακτικής. Με πλαίσιο αναφοράς τα δύο αυτά επίπεδα πολιτικού σχεδιασμού πρέπει να εκτιμηθεί ο βαθμός ευαισθησίας κάθε μιας από τις παραπάνω ταξινομικές ομάδες σε μια προτεινόμενη πολιτική ατζέντα.
Στο επίπεδο στρατηγικής χρειάζεται πρώτο να προσδιοριστούν οι στρατηγικοί στόχοι και ύστερα να εκτιμηθούν τα στρατηγικά μέσα. Για έναν μεταρρυθμιστικό κίνημα, όπως σε αυτό στο οποίο αναφερόμαστε, στρατηγικός στόχος δεν μπορεί να είναι απλώς η εκλογική επιτυχία. Μπορεί αυτός ο αφορισμός να φαίνεται πολιτική παραδοξολογία για ένα κοινοβουλευτικό σύστημα. Όμως δεν είναι. Αντίθετα, η μετακίνηση του εκλογικού στρατηγικού στόχου από το επίπεδο στρατηγικής στο επίπεδο της τακτικής, όπως υποστηρίζουμε στο σημείωμα αυτό, αποτελεί θεμελιώδη παραδοχή και ιδού γιατί: Ο προσδιορισμός της εκλογικής επιτυχίας ως στρατηγικού στόχου ανοίγει διάπλατα τις πύλες του πολυσυλλεκτισμού πριν ακόμη το νέο κίνημα αποκτήσει μια συνεκτική φυσιογνωμία. Τα αποτελέσματα μιας τέτοιας επιλογής στον πεδίο της σοσιαλδημοκρατίας την βλέπουμε ανάγλυφα στην ιστορία του ΠΑΣΟΚ αλλά και του ΣΥΡΙΖΑ ως στρεβλωτικής επανάληψης του ίδιου φαινομένου. Στρατηγικός στόχος την φορά αυτή πρέπει να είναι ένα σύνολο παρεμβάσεων και μεταρρυθμίσεων που θα εκφράζονται συνθετικά σε προσδοκώμενο ρυθμό οικονομικής αύξησης, οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής δικαιοσύνης. Μιλάμε, επομένως, για μια πολυδιάστατη «μήτρα» πραγματικών επιμέρους στόχων, που η δυναμική τους λογικά οδηγεί σε ένα τελικά προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Οι στρατηγικοί στόχοι, εν ολίγοις, πρέπει να εκφράζονται σε όρους πραγματικών μεταρρυθμιστικών αλλαγών στον τομέα της οικονομίας και της κοινωνικής πολιτικής.
Στην ουσία μια τέτοια θέαση του ζητήματος στρατηγικής πρέπει να απαντά στο έξης κρίσιμο ερώτημα: Επιδιώκουμε άμεσα υψηλά εκλογικά αποτελέσματα που συνεπάγονται αβεβαιότητα ως προς την στήριξη μια βιώσιμης μεταρρυθμιστικής πολιτικής; Ή μήπως προτιμούμε αποτελέσματα που θα μας δίνουν την δυνατότητα ευρύτερων συνεργασιών για να στερεώσουμε μια ευρύτερης αποδοχής μεταρρυθμιστική βάση, πάνω στην οποία, εν συνεχεία, θα αναπτύξουμε τη δική μας ολοκληρωμένη πολιτική και ιδεολογική ατζέντα; Προσωπικά προτιμώ την δεύτερη εκδοχή. Σύμφωνα με τη λογική αυτή, το πολιτικό πρόγραμμα της δημοκρατικής παράταξης πρέπει να έχει ως κέντρο βάρος του τις μεθεπόμενες εκλογές, με ότι αυτό συνεπάγεται για την τακτική του.
Στο επίπεδο τακτικής, τα πράγματα και οι επιλογές προβάλλουν ευκολότερα, άπαξ και γίνουν οι βασικές επιλογές στο επίπεδο της στρατηγικής. Οι τακτικοί ελιγμοί πρέπει να συνδέονται με ισχυρούς αιτιακούς δεσμούς με τους στρατηγικούς στόχους και τους στρατηγικούς χειρισμούς. Η πεμπτουσία των τακτικών ελιγμών συνοψίζεται σε δύο γραμμές ενεργειών: (α) Δραστηριότητες που θα μεγιστοποιήσουν την εκλογική επιρροή στις ομάδες που δείχνουν μεταρρυθμιστική προδιάθεση και (β) ενδυνάμωση ενός ξεκάθαρου ιδεολογικού προφίλ πάνω στο όποιο μπορεί να χτιστεί μια ριζοσπαστική μεταρρυθμιστική πολιτική με έντονο φιλελεύθερο και δημοκρατικό σοσιαλιστικό χρώμα. Και όπου είναι εφικτό, οι στόχοι να εκφράζονται με καλά προσδιορισμένα «projects”.
Ασφαλώς, πάνω στα θέματα αυτά έχουν πολλά να ειπωθούν και να αντιπαρατεθούν μέσα σε μια διαδικασία ανοιχτού διαλόγου. Όμως, εκείνο που δεν πρέπει αγνοηθεί είναι, πρώτο η σαφής διάκριση της στρατηγικής από την τακτική και δεύτερο η κατανόηση του ιδεολογικού και πολιτικού προφίλ των αντικειμενικών ομάδων που απαρτίζουν σήμερα το εκλογικό σώμα και αντικατοπτρίζουν κατά κάποιο τρόπο την δυναμική της μετά-κρίση- κοινωνίας μας.
—
Πηγή: http://metarithmisi.gr