Ενώ η Τουρκία εντείνει την επιθετικότητά της, εμείς χάνουμε ευκαιρίες. Παρά τα πολλαπλά προβλήματα, η Ευρωπαϊκή Ένωση επιχειρεί την περίοδο αυτή ένα εντυπωσιακά σημαντικό βήμα για την ενίσχυση της προστασίας των εξωτερικών συνόρων με την ανάπτυξη της πολιτικής για την Ευρωπαϊκή Άμυνα και Ασφάλεια. Οι ηγέτες της ΕΕ συμφώνησαν στον στόχο αυτό τον προηγούμενο Σεπτέμβριο (στη διάσκεψη κορυφής στην Μπρατισλάβα) καθώς η ασφάλεια και η άμυνα είναι ένα από τα θέματα (αντίθετα με αυτό της εμβάθυνσης της νομισματικής ένωσης) πάνω στα οποία δεν υπάρχουν σημαντικές αποκλίσεις απόψεων. Αντίθετα, καθώς οι εξωτερικοί κίνδυνοι, απειλές και προκλήσεις για την Ευρώπη αυξάνονται (αστάθεια, συγκρούσεις στην περιφέρεια από Ουκρανία μέχρι Συρία, ενισχυμένος ρόλος Ρωσίας, προσφυγικό – μεταναστευτικό ζήτημα, τρομοκρατία/ ISIS κ.λπ.) και καθώς οι ΗΠΑ υπό τον νέο πρόεδρο Ντόναλντ Τράμπ έχουν διακηρύξει την πρόθεσή τους να μειώσουν την παρουσία τους στην Ευρώπη κυρίως σε ό,τι αφορά την άμυνά της, οι χώρες – μέλη της Ένωσης αισθάνονται ότι δεν έχουν άλλη επιλογή. Στη γραμμή αυτή συμπλέει πλήρως τούτη τη στιγμή και η Γερμανία, που παραδοσιακά δεν ήθελε να εμπλακεί στις διαδικασίες αμυντικής ολοκλήρωσης. Σε μια θεματική μεταστροφή πολιτικής, η Γερμανία έχει φθάσει μέχρι του σημείου να υποστηρίζει τη δημιουργία αυτόνομου ευρωπαϊκού στρατού, στόχος εμφανώς μη ρεαλιστικός για το άμεσο μέλλον.
Από την άλλη μεριά, η Βρετανία, που παραδοσιακά αποτελούσε το ανυπέρβλητο εμπόδιο στην προώθηση της ευρωπαϊκής άμυνας, έχει αυτοακυρωθεί στη διαδικασία αυτή μετά την απόφαση για την αποχώρησή της από την ΕΕ (Brexit). Ακόμη, οι χώρες της (πρώην) Αν. Ευρώπης (Πολωνία κ.ά.), ενώ έχουν σοβαρές επιφυλάξεις σε πολλές πτυχές της ευρωπαϊκής ενοποίησης, πλειοδοτούν στην ανάπτυξη της άμυνας ως πολιτική που θα τις προστατεύσει από την (πραγματική ή φανταστική) επιθετικότητα της Ρωσίας. Έτσι, τελευταία, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε το «Σχέδιο δράσης για την ευρωπαϊκή άμυνα» που μαζί με άλλες πτυχές θα συζητηθεί στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (διάσκεψη κορυφής) στις 15-16 Δεκεμβρίου.
Μέσα σε αυτήν την κινητικότητα, το ερώτημα είναι τι ακριβώς κάνει η Ελλάδα. Φοβάμαι ότι δεν κάνει τίποτα, ενώ είναι η χώρα που αντιμετωπίζει τα οξύτερα προβλήματα εξωτερικής ασφάλειας και άμυνας (προστασία εξωτερικών συνόρων, προσφυγικές/ μεταναστευτικές ροές, κ.λπ.). Ως εκ τούτου είναι και η χώρα που έχει τον υψηλότερο αμυντικό προϋπολογισμό απ’ όλες τις χώρες – μέλη της Ένωσης (2,4% ΑΕΠ σήμερα). Μέχρι στιγμής δεν έχουμε δει καμιά σχετική ελληνική πρόταση για τον σκοπό αυτό (που μεταξύ άλλων θα αξιοποιούσε και τις ρυθμίσεις της συνθήκης για την προστασία των συνόρων, ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής, αλλά θα έθετε και την Ευρώπη ενώπιον των ευθυνών της). Υπάρχει μια μοναδική ευκαιρία για την ενίσχυση της ελληνικής άμυνας μέσω Ευρώπης που φαίνεται ότι τη χάνουμε. Αλλά ούτε όραμα ούτε προτάσεις.
Ο κ. Παναγιώτης Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος της Συντονιστικής Γραμματείας των “Κινήσεων Πολιτών για τη Σοσιαλδημοκρατία”