Το ανίερο αυτό ερώτημα έχει ήδη τεθεί. Και δεν συνιστά απλή κινδυνολογία. H Ευρώπη/ Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) μπορεί από σήμερα να μπει σε μια περιπέτεια υπαρξιακών διαστάσεων. Πάρα πολλά θα εξαρτηθούν από την έκβαση των σημερινών προεδρικών εκλογών στην Αυστρία και κυρίως από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος που διεξάγεται σήμερα επίσης στην Ιταλία πάνω στις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις (περιορισμός εξουσιών Γερουσίας κ.λπ.) και τις παρενέργειές του. Ο πρωθυπουργός Μ. Ρέντσι – ο οποίος οργάνωσε αυτό το δημοψήφισμα – έχει κάπως επιπόλαια δεσμευθεί ότι εάν «το χάσει», εάν δηλαδή η απάντηση είναι «όχι στις μεταρρυθμίσεις», τότε θα παραιτηθεί από την πρωθυπουργία. Και οι δημοσκοπικές εκτιμήσεις αυτή τη στιγμή δείχνουν ότι το «όχι» είναι η πλέον πιθανή έκβαση. Εάν επομένως ο Μ. Ρέντσι τηρήσει τη δέσμευσή του, τότε ανοίγει μια περίοδος πολιτικής αβεβαιότητας στην Ιταλία που μπορεί να καταλήξει σε πρόωρες εκλογές και στην άνοδο του κινήματος των «Πέντε Αστέρων» του κωμικού Μπέπε Γκρίλο στην εξουσία. Ο τελευταίος εμφανίζεται αποφασισμένος να οργανώσει δημοψήφισμα για την παραμονή ή μη της Ιταλίας στην ευρωζώνη, το οποίο το πιθανότερο είναι να έχει ως κατάληξη την αποχώρηση της χώρας σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα. Η αποχώρηση όμως της Ιταλίας θα σημάνει και το τέλος της οικονομικής και νομισματικής ένωσης (ΟΝΕ) και του ευρώ. Η ευρωζώνη μπορεί να αντέξει την αποχώρηση ή αποβολή μιας μικρότερης χώρας-μέλους αλλά δεν μπορεί να αντέξει την έξοδο της τρίτης μεγαλύτερης οικονομίας της, δηλαδή της Ιταλίας. Αλλά τα πράγματα μπορούν να καταστούν ακόμη πιο ζοφερά για την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, εάν βεβαίως το (υποθετικό) παράδειγμα της Ιταλίας ακολουθήσει στις επικείμενες εκλογές και η Γαλλία με την εκλογή της Μαρίν Λεπέν στην προεδρία, κάτι που δεν μπορεί πλέον να θεωρηθεί εντελώς αδιανόητο μετά την εκλογή του Ντ. Τραμπ στις ΗΠΑ. Εκλογή Λεπέν θα σημάνει πιθανότατα και την αποχώρηση της Γαλλίας από την ΕΕ συνολικά. Η τελευταία έχει αναγγείλει ως μέρος του προγράμματός της τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος πάνω στην παραμονή ή μη της Γαλλίας στην Ένωση (Frexit). Εδώ θα πρέπει να επισημανθεί εμφατικά ότι, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να επιβιώσει από την έξοδο της Βρετανίας (Brexit), σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αντέξει την έξοδο της Γαλλίας. Χωρίς τη Γαλλία δεν υπάρχει Ευρωπαϊκή Ένωση. Και βεβαίως δυσάρεστες εκλογικές εξελίξεις για την ΕΕ μπορεί να έχουμε και στην Ολλανδία (εκλογές Μάρτιος 2017)
Επομένως το σενάριο της κατάρρευσης της ΕΕ, το οποίο εθεωρείτο εντελώς αδιανόητο μέχρι πριν από λίγους μήνες, δεν μπορεί πλέον να αποκλειστεί κατηγορηματικά, όσο κι αν το απεύχεται κάποιος. Η χρονική περίοδος μέχρι τον ερχόμενο Μάιο, μέχρι δηλαδή το ξεκαθάρισμα μέσω των εκλογών του πολιτικού τοπίου στη Γαλλία, θα είναι κρίσιμη. Ως εκ τούτου το εναγώνιο ερώτημα «κι αν καταρρεύσει η Ευρώπη, η Ένωση, τι ακολουθεί;» τίθεται ολοένα και από περισσότερους. Από ορισμένους προκειμένου να επισημανθούν οι (ολέθριες) συνέπειες που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν αποτρεπτικά, ενώ από ορισμένους άλλους (εθνολαϊκιστές, ευρωαπορριπτικούς) με ενθαρρυντική διάθεση, καθώς βλέπουν τις συνέπειες της κατάρρευσης ως ευεργετική εξέλιξη που θα επαναφέρει κυρίαρχα το εθνικό κράτος στο προσκήνιο.
Πράγματι, η κατάρρευση δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην επιστροφή στην απόλυτη κυριαρχία του εθνικού κράτους. Θα οδηγήσει δηλαδή την Ευρώπη στο παρελθόν της. Αλλά η ιστορία της Ευρώπης δίνει τις πλέον πειστικές απαντήσεις για τις συνέπειες από την κυριαρχία των εθνικών κρατών. Δείχνει πού οδηγούν οι εθνικοί ανταγωνισμοί. Δείχνει ότι απλά και μόνο η διακυβερνητική συνεργασία εθνικών κρατών στην Ευρώπη χωρίς ένα υπερεθνικό πλαίσιο δεν διασφαλίζει τη σταθερότητα και ειρήνη στην ήπειρο. Η κατάληξη είναι πολεμικές συγκρούσεις σε μικρή ή μεγαλύτερη έκταση. Επομένως επιστροφή στο εθνικό κράτος σημαίνει επιστροφή στους «δαίμονες του ευρωπαϊκού παρελθόντος»: εθνικοί ανταγωνισμοί πρωτίστως μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, συγκρούσεις, διολίσθηση σε ολοκληρωτικές μορφές πολιτικής διακυβέρνησης, οικονομικός προστατευτισμός, ξενοφοβία, ρατσισμός, καταπάτηση ατομικών, μειονοτικών δικαιωμάτων, κ.λπ., κ.λπ.
Ωστόσο αυτά τα σενάρια μπορούν τελικά να ακυρωθούν εάν το εκλογικό σώμα αντιδράσει στηρίζοντας φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις, όπως διαφαίνεται ότι διαμορφώνεται μια σχετικά τάση τελευταία προς την κατεύθυνση αυτή (υπέρ της ευρωπαϊκής ενοποίησης). Οι ενθαρρυντικές ενδείξεις είναι: πρώτον, η αυξανόμενη δημοφιλία της Ευρωπαϊκής Ενωσης που καταγράφουν τελευταία σοβαρές δημοσκοπήσεις μετά την απόφαση για το Brexit και το «σύνδρομο Τραμπ». Πρόκειται για ιδιαίτερα σοβαρή εξέλιξη που μπορεί να ανακόψει τη δυναμική του ευρωσκεπτικισμού, εθνολαϊκισμού. Το ερώτημα είναι εάν θα έχει διάρκεια. Δεύτερον, το γεγονός ότι μερικά εκατομμύρια γάλλων πολιτών πήγαν στις προκριματικές εκλογές για να αναδείξουν τον υποψήφιο της συντηρητικής παράταξης για την προεδρία της χώρας, τον Φρ. Φιγιόν, ο οποίος (αν και νεοφιλελεύθερος) μπορεί να ανακόψει την υποτιθέμενη επέλαση της Μαρίν Λεπέν και του Εθνικού Μετώπου στην εξουσία (οι Σοσιαλιστές δυστυχώς έχουν τεθεί ουσιαστικά εκτός παιχνιδιού). Και, τρίτον, η απόφαση της Άνγκελα Μέρκελ να διεκδικήσει για τέταρτη φορά την καγκελαρία στις εκλογές του ερχόμενου φθινοπώρου, στη βάση μιας πολιτικής πλατφόρμας φιλελεύθερων, δημοκρατικών ιδεών και προσήλωσης στον στόχο της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Υπάρχει επομένως η ελπίδα ότι η Ευρώπη δεν θα τελειώσει τελικά «ούτε με έναν βρόντο ούτε με έναν λυγμό». Δεν θα καταρρεύσει…
Ο κ. Παναγιώτης Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος της Συντονιστικής Γραμματείας των “Κινήσεων Πολιτών για τη Σοσιαλδημοκρατία”