Η επίθεση που δέχεται ο Α. Γεωργίου και η ΕΛΣΤΑΤ αποτελεί ασφαλώς προσπάθεια συγκάλυψης της τεράστιας ευθύνης που φέρνει η κυβέρνηση της ΝΔ υπό τον Κ. Καραμανλή την περίοδο 2004-2009 για τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό που μας οδήγησε στην οικονομική κρίση. Αποτελεί όμως και ευκαιρία για την αναζήτηση των βαθύτερων αιτίων που επέτρεψαν σε ένα ολόκληρο κόμμα, τη ΝΔ, στον πρόεδρο της, στους υπουργούς της και στα στελέχη της, καραμανλικούς και μη, να ρίξουν τη χώρα στα βράχια.
Για την αναζήτηση αυτών των αιτίων έχουν γραφτεί και έχουν ειπωθεί πολλά το τελευταίο διάστημα. Αν σταθεί κανείς στις πιο σοβαρές απόψεις, αυτές που μόνο αξίζει ίσως να σχολιαστούν, θα μπορούσε να τις κατατάξει σε τρεις βασικές κατηγορίες. Σε αυτές που επιρρίπτουν την κύρια ευθύνη στους θεσμούς (ή μάλλον στην αδυναμία των θεσμών), σε αυτές που προτάσσουν την ευθύνη των πολιτικών ελίτ, και σε όσες ενοχοποιούν κυρίως τους ίδιους τους πολίτες.
Ξεκινώντας από την τελευταία κατηγορία, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί τον ρόλο που διαδραματίζει η παιδεία και η πολιτική κουλτούρα ενός λαού, έστω και εάν διαφωνεί με την ακραία εκδοχή του «μαζί τα φάγαμε» του Θόδωρου Πάγκαλου. Το να φταίνε όμως πρωτίστως οι πολίτες, όπως υπονοεί ο Βαγγέλης Βενιζέλος λέγοντας ότι «η κοινωνία, ακριβέστερα ο ελληνικός λαός, δεν έχει διαμορφώσει τις προϋποθέσεις της εθνικής σοβαρότητας και υπευθυνότητας που θεμελιώνεται στην κατανόηση και την παραδοχή της αλήθειας», αν και η συγκεκριμένη περίπτωση αναφέρεται στη διαιώνιση της κρίσης και όχι στα αίτιά της, υποβαθμίζει τις γενικότερες ευθύνες των πολιτικών, όπως είχε επισημάνει ο Δημήτρης Ψυχογιός στο άρθρο του «Φταίνε οι πολίτες ή οι πολιτικοί» στο Βήμα στις 30/06/2016. Ο ΔΨ αναγνωρίζει την ευθύνη που έχουν οι λαοί για αυτούς που επιλέγουν να ασκήσουν την εξουσία, επιρρίπτει όμως την κύρια ευθύνη για την κρίση στις πολιτικές ελίτ και στις παθογένειες του ελληνικού συστήματος, με προεξάρχουσες τον πολιτικό ανταγωνισμό για την εξουσία χωρίς θεσμικά όρια, το κλειστό σύστημα της πολιτικής ηγεσίας και την αδυναμία της κοινωνίας των πολιτών.
Μεγαλύτερο βάρος στον ρόλο των θεσμών αποδίδει ο Δημήτρης Σκάλκος στο βιβλίο του Αλλάζει η Ελλάδα (εκδόσεις Επίκεντρο), στο οποίο υποστηρίζει ότι «ο δομικός συντηρητισμός» παρεμποδίζει τις αναγκαίες αλλαγές της ελληνικής «μπλοκαρισμένης κοινωνίας», καθώς στην Ελλάδα υπερισχύουν οι λεγόμενοι «κλειστοί» ή «εκμεταλλευτικοί» θεσμοί, αντί των «ανοιχτών» ή «συμμετοχικών» θεσμών, σύμφωνα με την ανάλυση των Ντάρον Ατζέμογλου και Τζέιμς Ρόμπινσον (Γιατί αποτυγχάνουν τα έθνη, εκδόσεις Λιβάνη). Γι’ αυτό και ο συγγραφέας θεωρεί ότι τα αίτια της κρίσης έχουν να κάνουν πρωτίστως με τη «θεσμική χρεοκοπία» και όχι με τη δημοσιονομική κρίση, την κρίση αντιπροσώπευσης, ή την κρίση ηγεσίας.
‘Όμως, αδύναμους θεσμούς δεν είχαμε μόνο κατά την περίοδο 2004-10, των ελλειμμάτων και των υπερχρεώσεων που μας οδήγησαν στη χρεοκοπία, αλλά και κατά την περίοδο 1974-81, της αποκατάστασης της Δημοκρατίας και της ένταξης στην ΕΟΚ, την περίοδο 1981-89, της θεμελίωσης του κοινωνικού κράτους, και κυρίως την περίοδο 1996-2004, των μεγάλων έργων, της δημοσιονομικής εξυγίανσης, της εισόδου στην ΟΝΕ, των επιτυχημένων Ολυμπιακών Αγώνων.
Για όλους αυτούς τους λόγους, η εστίαση μόνο στους θεσμούς δεν παρέχει ικανοποιητικό πλαίσιο ερμηνείας. Μια πιο σύνθετη προσέγγιση επιχειρεί ο Παναγιώτης Ιωακειμίδης, ο οποίος, στο πρόσφατο βιβλίο του Κρίση, Ευρώπη και Αριστερά (εκδόσεις Παπαζήση), υποστηρίζει μια πολυπαραγοντική ερμηνεία της κρίσης σε αντιδιαστολή με τις μονοδιάστατες ερμηνείες. Τα αίτια της κρίσης απεικονίζονται έτσι σαν μία πυραμίδα: στη βάση της βρίσκεται η κρίση του πολιτιστικού προτύπου, γεγονός που σημαίνει ότι η κρίση είναι κατά βάθος κρίση πολιτιστική, κρίση συμπεριφορών, αξιών, στάσεων και αντιλήψεων, στην αιχμή της η πυραμίδα έχει τη δημοσιονομική κρίση (τα ελλείμματα και το χρέος), ενώ στο ενδιάμεσο μεσολαβεί το στρεβλό οικονομικό μοντέλο με τα ελλείμματα ανταγωνιστικότητας και παραγωγικότητας, καθώς και η θεσμική ανεπάρκεια και αναποτελεσματικότητα του πολιτικού συστήματος και του κράτους.
Όπως, λοιπόν, στην ιατρική η πολυπαραγοντική αιτιολογία της αρρώστιας και η ολιστική θεωρία της υγείας φωτίζουν τη λειτουργία του ανθρώπινου οργανισμού, έτσι και στους κοινωνικούς οργανισμούς μόνο μια συνολική θεώρηση, πολιτών, πολιτικών ελίτ και θεσμών μπορεί να οδηγήσει στην κατανόηση των κοινωνικών φαινομένων. Στην περίπτωσή μας, η ένταση και η διάρκεια της κρίσης μπορεί να ερμηνευτεί ως ένα ιστορικό ατύχημα: κατά την κρίσιμη περίοδο 2004-2009 συνέπεσε μια ανίκανη ηγεσία να κυβερνήσει μια χώρα με αδύναμους θεσμούς και έναν λαό διαχρονικά εθισμένο, στην πλειονότητά του, στην παροχολογία και τις πελατειακές σχέσεις. Το πρόβλημα είναι ότι το ιστορικό αυτό ατύχημα συνεχίζεται μέχρι σήμερα για τους ίδιους λόγους αλλά με άλλους πλέον πολιτικούς πρωταγωνιστές.
Γιάννης Τούντας
Καθηγητής Ιατρικής, Μέλος της Συντονιστικής
Επιτροπής των Κινήσεων Πολιτών για τη Σοσιαλδημοκρατία
και του Κεντρικού Συμβουλίου της Δημοκρατικής Συμπαράταξης