Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι τα κόμματα που σωστά καταγγέλλουν τον ΣΥΡΙΖΑ για πολιτικά παιχνίδια με τον εκλογικό νόμο, δεν προτείνουν ρυθμίσεις που να αποτρέπουν αυτά τα παιχνίδια, όταν μάλιστα τα έχουν πληρώσει ακριβά στο παρελθόν. Μια τέτοια ρύθμιση θα μπορούσε να είναι η ψήφιση εκλογικού νόμου που να ισχύει άμεσα με πλειοψηφία τουλάχιστον 200 βουλευτών, έτσι ώστε να μην αλλάζει ανάλογα με τα συμφέροντα και τις σκοπιμότητες της εκάστοτε κοινοβουλευτικής, συχνά ισχνής, πλειοψηφίας, σε μια μάλιστα εποχή, όπου, λόγω της κρίσης, αποτελεί ζητούμενο η διαμόρφωση αξιόπιστων θεσμών που να θωρακίζουν το ευρέως αμφισβητούμενο πολιτικό μας σύστημα από μικροκομματικές σκοπιμότητες.
Η αυξημένη πλειοψηφία θα οδηγούσε σήμερα στη διαμόρφωση ενός εκλογικού συστήματος ευρείας συναίνεσης, που θα αποτελούσε έναν δημιουργικό συμβιβασμό ανάμεσα στην απλή και άδολη αναλογική, η οποία ελλοχεύει κινδύνους ακυβερνησίας σε μια χώρα που δεν έχει εντρυφήσει στις πολιτικές συναινέσεις, και στην υπερενισχυμένη αναλογική που αναπαράγει τον αδιέξοδο δικομματισμό και τις συνακόλουθες παθογένειες του παρελθόντος. Τέτοιο εκλογικό σύστημα θα μπορούσε να είναι το γερμανικό σύστημα ή κάποια παραλλαγή του.
Είναι γι’ αυτό κρίμα που η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν εκμεταλλεύτηκε τη σημερινή συγκυρία για να φέρει έναν εκλογικό νόμο ευρείας αποδοχής στη Βουλή, παρά το γεγονός ότι οι εκλογικοί επιτελείς του και το Υπουργείο Εσωτερικών είχαν υιοθετήσει την προσέγγιση αυτή, στην οποία συμφωνούν και πολλές άλλες δυνάμεις ακόμα και της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ευθύνες όμως έχουν και άλλα κόμματα και όχι μόνο η ΔΗΜΑΡ που κακώς εμμένει στη διαχρονική θέση της ανανεωτικής αριστεράς για απλή αναλογική, αλλά και η Δημοκρατική Συμπαράταξη που είχε υιοθετήσει τη θέση αυτή μετά την πρόσφατη Προγραμματική της Συνδιάσκεψη, παρά την αντίθετη άποψη των Κινήσεων Πολιτών για τη Σοσιαλδημοκρατία. Πάλι καλά που η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ σωστά αντιλήφθηκε την παγίδα που έστηνε ο ΣΥΡΙΖΑ και τροποποίησε έστω και καθυστερημένα την αρχική της επιλογή.
Από την άλλη, η εμμονή της ΝΔ στο ισχύον εκλογικό σύστημα με το υπερβολικό μπόνους των 50 εδρών, αλλά και με τις σημαντικές στρεβλώσεις που επιφέρει στην αντιπροσωπευτικότητα του εκλογικού σώματος, αποτελεί μια πρώτη διάψευση των μεταρρυθμιστικών εξαγγελιών της νέας της ηγεσίας.
Με όλα αυτά και με όσα πιθανόν ακολουθήσουν τις επόμενες ημέρες μέχρι τη ψήφιση του νέου εκλογικού νόμου, γίνεται φανερό πως τα εκλογικά παθήματα μάλλον δεν έχουν γίνει ακόμα πολιτικά μαθήματα, εκτός και εάν βρεθούν τουλάχιστον 200 βουλευτές που θα τολμήσουν να κινηθούν στη σωστή κατεύθυνση, έστω και την τελευταία στιγμή.
Γιάννης Τούντας
Καθηγητής Ιατρικής,
Μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής
των Κινήσεων Πολιτών για τη Σοσιαλδημοκρατία
και του Κεντρικού Συμβουλίου της Δημοκρατικής Συμπαράταξης