Άρθρο του Γιάννη Τούντα στο ΒΗΜΑ – 22.10.2017.
Τα παλιά καλά χρόνια, στην πολιτική, η θεωρία προηγείτο της πράξης, ιδιαίτερα στον χώρο της Αριστεράς, όπου έβριθαν οι διανοούμενοι και περίσσευαν οι ιδεολογικές διαμάχες. Μετά την ίδρυση της Tρίτης (Κομμουνιστικής) Διεθνούς και την εγκαθίδρυση κομμουνιστικών καθεστώτων στην Ευρώπη και την Ασία, η θεωρία, αν και υποτάχθηκε στις πολιτικές-κομματικές ανάγκες και σκοπιμότητες των ολοκληρωτικών αυτών καθεστώτων, δεν έπαψε να αποτελεί ζωντανό πεδίο αναζητήσεων και αντιπαραθέσεων, κυρίως στον σοσιαλιστικό και ευρωκομμουνιστικό χώρο, που διατήρησαν την ιδεολογικοπολιτική τους αυτονομία από τον δογματικό κομμουνισμό.
Κομβικό στοιχείο των θεωρητικών αναζητήσεων της Αριστεράς υπήρξε η αναζήτηση της εκάστοτε κύριας αντίθεσης, η οποία αποτελεί τη συγκεκριμένη έκφραση της βασικής αντίθεσης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, που σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία διαπερνά διαχρονικά το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής. Σε κάθε χώρα, οι ιδιαίτερες κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές συνθήκες που επικρατούν σε δεδομένη ιστορική περίοδο διαμορφώνουν επιμέρους κοινωνικές αντιθέσεις, που άλλοτε μια από αυτές και άλλοτε η συνάρθρωση περισσοτέρων αναδεικνύουν την κύρια αντίθεση. Με βάση την εκάστοτε κύρια αντίθεση, διαμορφώνονται δυνάμει δύο πόλοι συσπείρωσης των κοινωνικών δυνάμεων, οι οποίοι αποτελούν τη βάση για την επιλογή συγκεκριμένων στόχων και πολιτικών συμμαχιών, ικανών να τους υπηρετήσουν.
Έτσι, στον Μεσοπόλεμο, η Αριστερά στην Ευρώπη προχώρησε σε αρκετές περιπτώσεις στη συγκρότηση Λαϊκών Μετώπων με προοδευτικές αστικές δυνάμεις για την αντιμετώπιση του ανερχόμενου φασιστικού κινδύνου. Στη συνέχεια, στις χώρες που υποδούλωσε ο Άξονας, η Αριστερά προχώρησε ή συμμετείχε στη συγκρότηση ευρύτερων Εθνικοαπελευθερωτικών Μετώπων, όπως συνέβη στη χώρα μας με το ΕΑΜ, αξιοποιώντας αποτελεσματικά την αντίθεση των πατριωτικών δυνάμεων στον κατακτητή. Κάτι ανάλογο συνέβη αργότερα και σε χώρες του Τρίτου Κόσμου για την καταπολέμηση διδακτορικών καθεστώτων.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η Αριστερά διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο όχι τόσο γιατί ανέγνωσε σωστά το εκάστοτε κυρίαρχο διακύβευμα, αλλά γιατί αυτό συνέπιπτε με τα συμφέροντα της μητέρας Σοβιετικής Ένωσης, είτε προκειμένου να αποτρέψει τον φασιστικό κίνδυνο με τα Λαϊκά Μέτωπα (εισήγηση Δημητρόφ στο 7ο Συνέδριο της Κομιντέρν), είτε προκειμένου να πλήξει τον γερμανικό στρατό με τα εθνικά απελευθερωτικά κινήματα, και βέβαια μόνο όταν η Σοβιετική Ένωση δέχθηκε επίθεση από τον Χίτλερ. Στη συνέχεια όμως, λόγω του Ψυχρού Πολέμου, η κομμουνιστική αριστερά στην Ευρώπη περιθωριοποιήθηκε, ταμπουρωμένη στα κομματικά της οχυρά για να υπερασπιστεί τα σοβιετικά συμφέροντα, με μόνη εξαίρεση τους ευρωκομμουνιστές, κυρίως στην Ιταλία, αλλά και στην Ισπανία, στη Γαλλία, και στην Ελλάδα.
Στα χρόνια της χούντας, η ελληνική Αριστερά διχάστηκε ως προς τον εντοπισμό της κύριας αντίθεσης, με τους πιο μετριοπαθείς να υποστηρίζουν την αντίθεση δικτατορίας-δημοκρατίας(ΚΚΕ εσ.) και σχεδόν όλους τους υπόλοιπους (ΚΚΕ,ΠΑΚ, μαοϊκοί κ.α.) την αντίθεση «ιμπεριαλισμός- λαός» . Γι’ αυτό και οι μεν πρότειναν την ευρύτερη Εθνική Αντιδικτατορική Ενότητα (και μάλλον είχαν δίκιο) ενώ οι δε τον αντιμπεριαλιστικό-αντιμονοπωλιακό αγώνα, που περιλάμβανε πιο περιορισμένες συμμαχίες με τις αστικές δυνάμεις.
Άλλωστε, και η εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ από το 4% στο 36% οφείλεται στην αποτελεσματική αξιοποίηση της αντίθεσης που δημιούργησε η κρίση μεταξύ «μνηνονιακών» και «αντιμνημονιακών» δυνάμεων, με τη βοήθεια βέβαια της αντιμνημονιακής ΝΔ της περιόδου 2010-2012. Μόνο τώρα που κατέρρευσε ο αντιμνημονιακός μύθος, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ανάγκη από ένα νέο αφήγημα που να βασίζεται σε νέο δίπολο, σε νέα κύρια «αντίθεση».
Έτσι, όλο και περισσότερα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ επικαλούνται την αντίθεση μεταξύ προοδευτικών και συντηρητικών δυνάμεων ή μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, επιδιώκοντας πλέον συμμαχία με την έως πρόσφατα «μνημονιακή» Κεντροαριστερά. Και ναι μεν ο άξονας Δεξιάς-Αριστεράς ασφαλώς εξακολουθεί να υπάρχει σε πείσμα αρκετών, και θα εξακολουθεί όσο θα υπάρχουν κοινωνικές ανισότητες και κοινωνικές διακρίσεις, η ταύτιση όμως της Αριστεράς με την πρόοδο δεν είναι δεδομένη. Η αριστερά του κρατισμού, του λαϊκισμού, των καθεστωτικών αντιλήψεων και της υπεράσπισης ολοκληρωτικών καθεστώτων δεν αποτελεί προοδευτική δύναμη.
Από την άλλη, στο κάποτε λεγόμενο «μνημονιακό» στρατόπεδο, υποστηρίχθηκαν κατά καιρούς διάφορες απόψεις για την κύρια αντιθεση, όπως ευρωπαϊστές ενάντια σε αντιευρωπαϊστές στο πλαίσιο ενός ευρωπαϊκού μετώπου (κάτι που είχε νόημα μόνον το καλοκαίρι του 2015), σε συνέχεια μεταρρυθμιστές ή εκσυγχρονιστές ενάντια σε λαϊκιστές, και πρόσφατα «εθνική υπευθυνότητα» ενάντια στον εθνικολαϊκισμό. Χωρίς να παραγνωρίζει κανείς την ύπαρξη των αντιθέσεων αυτών, είναι φανερό πως η επίκλησή τους εξυπηρετεί πρωτίστως την προώθηση της σύμπλευσης των δυνάμεων της Κεντροαριστεράς και του Κέντρου με τη Ν.Δ. και δευτερευόντως την ανάγνωση της υφιστάμενης πραγματικότητας.
Μια τέτοια στρατηγικού χαρακτήρα συμμαχία, εκτός από το ότι δημιουργεί νέους αδιέξοδους διχασμούς και αποδυναμώνει την πολιτική αυτονομία και την προοπτική ισχυροποίησης της Κεντροαριστεράς έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, μάλλον παραγνωρίζει και το γεγονός ότι οι αντιθέσεις τις οποίες επικαλείται διαπερνούν οριζόντια όλο το δημοκρατικό πολιτικό φάσμα. Φιλοευρωπαικές, μεταρρυθμιστικές και εθνικά υπεύθυνες δυνάμεις υπάρχουν σε όλα τα δημοκρατικά κόμματα, αλλού βέβαια περισσότερες και αλλού λιγότερες. Και μπορεί να μην περισσεύουν στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ούτε φαίνεται να κυριαρχούν στο κοινοβουλευτικό και στελεχιακό δυναμικό της Ν.Δ.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσο μπορούν οι δυνάμεις αυτές να συνεννοηθούν και να συνεργαστούν για ένα εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης της χώρας. Γιατί τελικά, η «κύρια αντίθεση» στην Ελλάδα του σήμερα, αυτή που ενσωματώνει τις επιμέρους αντιθέσεις και μπορεί να καθορίσει το μέλλον του τόπου, είναι ανάμεσα στις δυνάμεις που θέλουν και μπορούν να βγάλουν τη χώρα από την κρίση και τις δυνάμεις που μας καθηλώνουν στο τέλμα της ύφεσης και της ανεργίας. Όμως, η εθνική συνεννόηση προϋποθέτει αλλαγή των υφιστάμενων πολιτικών συσχετισμών και ηγεσίες που να μπορούν να υπερβούν τις κομματικές σκοπιμοτήτες.
Ο Γιάννης Τούντας είναι Καθηγητής Ιατρικής, μέλος της Συντονιστικής Γραμματείας των
“Κινήσεων Πολιτών για τη Σοσιαλδημοκρατία”
και του Κεντρικού Συντονιστικού Συμβουλίου της Δημοκρατικής Συμπαράταξης