Β1. Η Πολιτική Συγκυρία

Η έξοδος από την κρίση και από τα μνημόνια είναι πρωτίστως ζήτημα πολιτικής και δευτερευόντως οικονομικών μέτρων. Η Ελλάδα έχει αποτύχει να βγει στον δρόμο της ανάπτυξης γιατί, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες που ξεπέρασαν την κρίση και τα μνημόνια, δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει τις πολιτικές συνθήκες που θα επέτρεπαν την άμεση και αποτελεσματική εφαρμογή των μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής και των αναγκαίων διαρθρωτικών αλλαγών.

Η αποτυχία αυτή οφείλεται στην απουσία συνεναιτικής προσέγγισης των προβλημάτων αλλά και στην  αδυναμία των κυβερνήσεων στη διάρκεια της κρίσης να επωμιστούν το συνεπαγόμενο πολιτικό κόστος, στηριζόμενες σε εύθραυστες και οριακές κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες. Το πολιτικό αυτό κόστος ξεπερνά τις αντοχές τους, κυρίως επειδή η πλειονότητα του λαού, διαποτισμένη από τον δεξιό και αριστερό αντιμνημονιακό λαϊκισμό, αντιδρά στα επώδυνα αλλά αναγκαία μέτρα, μη συνειδητοποιώντας ότι η κρίση έφερε τα μνημόνια, και όχι τα μνημόνια – παρά τις αστοχίες τους – την κρίση.

Σήμερα δε, περισσότερο από χθες, η χώρα απειλείται από μια νέα εθνική περιπέτεια με την επάνοδο της ύφεσης και της συζήτησης περί Grexit, την ανεξέλεγκτη διόγκωση του προσφυγικού-μεταναστευτικού προβλήματος, το ασφαλιστικό και το φορολογικό να έχουν πάρει εκρηκτικές διαστάσεις, τα ζωτικά θέματα εξωτερικής πολιτικής να περιπλέκονται και η θέση της Ελλάδας να εξασθενεί επικίνδυνα. Οι κίνδυνοι και απειλές αυτές μπορούν να αντιμετωπισθούν  αποτελεσματικά μόνο από μια ισχυρή κυβέρνηση ευρύτερης συνεργασίας των δημοκρατικών-φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων.

Η πρόταση της Δημοκρατικής Συμπαράταξης για μία κυβέρνηση εθνικής συνεννόησης που να καταστρώσει  χωρίς χρονοτριβή έναν συνεκτικό και αποδεκτό από τους εταίρους οδικό χάρτη εξόδου από την κρίση, μία κυβέρνηση φιλοευρωπαϊκού προσανατολισμού και προοδευτικών μεταρρυθμίσεων, με την συμμετοχή όλων των κομμάτων του ευρωπαϊκού-δημοκρατικού τόξου, δεν έχει βρει ανταπόκριση μέχρι τώρα.

Μια τέτοια κυβέρνηση εθνικής συνεννόησης δεν είναι εύκολο να προκύψει από την παρούσα Bουλή. Ο μεν  ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να διατηρηθεί στην εξουσία, καταφεύγοντας ακόμα και σε καθεστωτικές πρακτικές, η  δε ΝΔ του Κ. Μητσοτάκη επιδιώκει εκλογές για να κυβερνήσει «επί ερειπίων». Ούτε όμως και από μια επόμενη βουλή θα μπορέσει να προκύψει μια βιώσιμη και ισχυρή κυβέρνηση, ακόμα και αν κερδίσει η ΝΔ, εάν δεν θα αλλάξουν οι σημερινοί πολιτικοί συσχετισμοί, που οδηγούν σε ένα νέο αδιέξοδο δικομματισμό, ο οποίος αναπαράγει όλες τις παθογένειες του παρελθόντος.

Οι πολιτικοί συσχετισμοί θα αλλάξουν μόνο εάν  ανασυγκροτηθεί ο χώρος της Κεντροαριστεράς και των προοδευτικών δυνάμεων γενικότερα, προκειμένου να προκύψει μέσα από την ενότητα και την ανανέωση, ένας ισχυρός φορέας της σύγχρονης Σοσιαλδημοκρατίας. Όταν, δηλαδή, επιτευχθεί ενότητα των δυνάμεων μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ χωρίς ηγεμονισμούς και αποκλεισμούς και με ριζική ανανέωση σε θέσεις, πρακτικές και πρόσωπα. Με μια ισχυρή Κεντροαριστερά, το πολιτικό σύστημα θα ισορροπήσει σε πολύ πιο σταθερές βάσεις, αποτρέποντας τον σχηματισμό αδύναμων κυβερνήσεων οριακής πλειοψηφίας, είτε με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ είτε με κορμό τη ΝΔ και επιβάλλοντας τον σχηματισμό ισχυρών κυβερνήσεων ευρύτερων συνεργασιών. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να ανορθώσουμε την οικονομία και την κοινωνία. Γι’ αυτό και η υπόθεση της ανασυγκρότησης της Κεντροαριστεράς δεν είναι μόνο ζήτημα πολιτικής επιβίωσης  του ιδεολογικοπολιτικού ρεύματος της Σοσιαλδημοκρατίας στη χώρα μας, το οποίο ιστορικά έχει  πρωταγωνιστήσει πολιτικά  στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες, και το οποίο αποτελεί διεθνώς την  προωθητική δύναμη των δημοκρατικών προοδευτικών  μεταρρυθμίσεων που τόσο έχει ανάγκη ο τόπος, αλλά αποτελεί και βασική προϋπόθεση για την ομαλή πορεία της χώρας, πορείας που απειλείται  από τη σημερινή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.

Ο ΣΥΡΙΖΑ εκφράζει την ανεύθυνη εθνολαικίστικη  Αριστερά που με καθεστωτική αντίληψη επιδιώκει να εδραιωθεί στην εξουσία. Με λαϊκίστικη δημαγωγία και  ψεύδη επί ψευδών. Το μόνο επιχείρημα που έμεινε στους υποστηρικτές του είναι το άκρως ισοπεδωτικό, παλαιοκομματικό και πελατειακό «και οι άλλοι τα ίδια κάνανε».

Με τον τρόπο αυτό διχάζει ακλουθώντας  μια  κοντόφθαλμη  ταξική πολιτική, με δυο εμφανείς στόχους. Πρώτον, παραπλανήσει για μια ακόμη φόρα το εκλογικό σώμα προκειμένου να  περάσει   τα αντιλαϊκά μέτρα που είναι αναγκασμένος  να εφαρμόσει. Δεύτερον, να εγκλωβίσει την εκλογική του βάση στην ψευδεπίγραφη διαδικασία  της ταξικής αντιπαλότητας, κατασκευάζοντας νέους εχθρούς τώρα που  τελείωσε  το αντιμνημονιακό αφήγημα.

Με την επικοινωνιακή διγλωσσία, τον πολιτικό αμοραλισμό και την υποκρισία, προσπαθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, και πρωτίστως ο πρόεδρός του, να νομιμοποιήσει τη κυβερνητική πολιτική, αγνοώντας ή παραβλέποντας τα αδιέξοδα της πολιτικής των «δυο αντίπαλων κόσμων» που επιχειρεί να εφαρμόσει. Έτσι, δηλητηριάζει και εξασθενεί τις σχέσεις μας με τους ευρωπαίους εταίρους, την ικανότητα προσέλκυσης επενδύσεων, την εθνική συνεννόηση, την κοινωνική συνοχή. Δηλαδή, τις βασικές προϋποθέσεις για έξοδο από την κρίση.

Αλλά ακόμη και από τη σκοπιά της ιδεοληπτικής «αριστεροσύνης» του ΣΥΡΙΖΑ, τι νόημα μπορεί να έχει η άσκηση ταξικής πολιτικής υπό τις παρούσες συνθήκες σε μια κοινωνία όπως η ελληνική; Σε μια κοινωνία όπου το ισχνό βιομηχανικό προλεταριάτο, τα υπερτροφικά μικροαστικά στρώματα, η έντονη κοινωνική κινητικότητα, οι πολλές οικογενειακές επιχειρήσεις, οι αγροτικές μικροϊδιοκτησίες, οι πολλοί αυτοαπασχολούμενοι επαγγελματίες, καθώς και μια διεθνοποιημένη μεγαλοαστική ελίτ, κάθε άλλο παρά ανταποκρίνονται στην κλασική ταξική κοινωνία των μαρξιστικών αναλύσεων.

Με την περαιτέρω υπερφορολόγηση, την αύξηση και επέκταση των εισφορών, τακτικών και έκτακτων, οδηγεί σε πλήρη εξουθένωση τα φτωχότερα στρώματα, με αποτέλεσμα να μετατρέπεται έτσι η δήθεν ταξική πολιτική του σε τοξική για όλη την κοινωνία. Και αυτό το διαπιστώνει ήδη ο ΣΥΡΙΖΑ, αδιαφορώντας για τις συνέπειες, πιθανόν γιατί έχει ως μοναδική προτεραιότητα την προώθηση όχι  της ταξικής αλλά της καθεστωτικής του πολιτικής, ώστε, ελέγχοντας το κράτος να διατηρηθεί με νύχια και με δόντια στην εξουσία.

Τα συνολικά αποτελέσματα της ετερόκλητης συμμαχικής κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ συσσωρεύουν νέα δεινά και αδιέξοδα για τον τόπο. Ισχυρίζονται ότι κληρονόμησαν τα προβλήματα, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι παρέλαβαν τη χώρα σε ανάκαμψη, με ορατό το τέλος των μνημονίων, όπως έγινε και με τις άλλες χώρες που βρέθηκαν στην ίδια θέση, και την οδήγησαν σε νέα ύφεση και αστάθεια, στο τρίτο μνημόνιο, σε ένα αχρείαστο δημοψήφισμα του ΟΧΙ που έγινε ΝΑΙ, στη μαζική φυγή επιχειρήσεων, εργαζομένων και κεφαλαίων, στο κλείσιμο των τραπεζών, στα capital controls.

Από την άλλη, η ανάδειξη του Κ. Μητσοτάκη στην ηγεσία της ΝΔ  συνιστά θετική εξέλιξη για το πολιτικό σύστημα της χώρας. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης εμφανίζεται ως εχθρός του λαϊκισμού,  να εμφορείται από  μεταρρυθμιστικές ιδέες, ιδιαίτερα σε ό, τι αφορά τη συγκρότηση, οργάνωση και λειτουργία του κράτους και επομένως μπορεί να εκσυγχρονίσει τον λόγο, πολιτική αλλά και οργάνωση και λειτουργία της συντηρητικής παράταξης. Και η χώρα έχει ανάγκη από μια σύγχρονη, ευρωπαϊκού τύπου και περιεχομένου συντηρητική παράταξη.

Από την άποψη αυτή η εκλογή Μητσοτάκη δεν συνιστά – ως λέγεται – απειλή για την Κεντροαριστερά. Συνιστά ευκαιρία, αρκεί να γίνουν οι σωστές επιλογές, βήματα, κινήσεις, στρατηγική. Μια εκσυγχρονισμένη δεξιά δεν θα πάψει – ούτε πρέπει να πάψει – να είναι μια κατά βάση συντηρητική παράταξη, όπως θα ορίζεται αυτό από τις βασικές κοινωνικές δυνάμεις και συντεταγμένες που τη στηρίζουν και όπως συμβαίνει σ’ όλο τον Ευρωπαϊκό χώρο. Ο εκσυγχρονισμός δεν αναιρεί τις βασικές πολιτικές και ιδεολογικές κατηγορίες και επιλογές. Δεν αναιρεί την επιτακτική ανάγκη της Σοσιαλδημοκρατίας. Το αντίθετο.

Είναι όμως γεγονός ότι δύσκολα μπορεί να αλλάξει ριζικά το δεξιό/παλαιοκομματικό δόγμα  της συντηρητικής παράταξης. Δύσκολα μπορεί να απαλλαγεί από τις γενεσιουργίες αιτίες που οδήγησαν στη χρεωκοπία τη χώρας την περίοδο 2004-2009  από τις κυβερνήσεις του Κ. Καραμανλή, αλλά και στον αντιμνημονιακό λαϊκισμό του Ζαππείου Ι και ΙΙ του Α. Σαμαρά.

Ακόμα και την περίοδο της συγκυβέρνησης 2012-2014, η ΝΔ, ειδικά μετά τις ευρωεκλογές  του 2014, αναδιπλώθηκε  στον παραδοσιακό της παλαιοκομματισμό και λαϊκισμό, υπονομεύοντας έτσι την προσπάθεια εξόδου από την κρίση και διευκολύνοντας την άνοδο του ΣΥΡΖΑ στην εξουσία.

Όμως, σε κάθε περίπτωση, η ΝΔ όπως και ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκουν να αποτελέσουν τους δύο πόλους ενός συρρικνωμένου και αδιέξοδου δικομματισμού, που θα αναπαράγει τις παθογένειες του παρελθόντος και θα επιφέρει νέα δεινά για τον τόπο. Γι’ αυτό επιτακτική είναι η ανάγκη συγκρότησης της ισχυρής προοδευτικής παράταξης.

Εγγραφή
Ειδοποίηση για

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

1 Comment
Ενσωματωμένα σχόλια
Δείτε όλα τα σχόλια
Παναγιώτης Ματθαίου
7 years ago

Διαβάζοντας το ιδεολογικοπολιτικό πλαίσιο της Σοσιαλδημοκρατίας, με το οποίο, κατ’ αρχήν, συμφωνώ στα βασικά του σημεία, έχω την εντύπωση ότι η ανάλυση της υφιστάμενης πολιτικής συγκυρίας δεν συνάδει με όσα πρέπει να συνιστούν το ιδεολογικοπολιτικό στίγμα της Σοσιαλδημοκρατίας στην παρούσα συγκυρία που βιώνει η χώρα για τους ακόλουθους λόγους:

α) Λείπει το στοιχείο της οποιασδήποτε κριτικής του βασικού κορμού της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, δηλ. του ΠΑΣΟΚ για την εν γένει πολιτική του, τις επιλογές και τους χειρισμούς του είτε ως αυτοδύναμου κυβερνήτη και διαχειριστή της πρώτης φάσης της κρίσης είτε ως συγκυβερνήτη και συνδιαχειριστή μαζί με τη Ν.Δ. κατά την δεύτερη φάση της κρίσης. Η οποιαδήποτε κριτική έχει τυχόν ασκηθεί εντός του ΠΑΣΟΚ δεν είναι αρκετή διότι καταλείπεται η υπόνοια ότι το εν λόγω κόμμα προσπαθεί να “εξιλεωθεί” και να “διασωθεί” από το εν συνόλω παρελθόν του μέσω της Δημοκρατικής Συμπαράταξης. Η τελευταία δεν μπορεί να παίζει το ρόλο της κολυμβήθρας του Σιλωάμ, αλλά τον χώρον όπου θ’ ασκηθεί κριτική, θα ληφθούν αποστάσεις από πρόσωπα και πολιτικές που τουλάχιστον από το 1984 και μετά ευθύνονται για την σημερινή κατάληξη της χώρας και θα διατυπωθούν νέες ιδέες και πολιτικές με νέα πρόσωπα και δομές.

β) Επιπλέον επιχειρείται η επίρριψη της ευθύνης για τη διαχείριση της κρίσης στην Ν.Δ., ενώ παράλληλα αποσιωπείται ο ρόλος και οι ευθύνες της ΔΗΜΑΡ, έστω και ελάσσονος σημασίας, γεγονότα που επίσης εγείρουν υπόνοιες “δημιουργικής ασάφειας” και υπέρβασης όσον αφορά στα κακώς κείμενα δια της Δημοκρατικής Συμπαράταξης και τώρα δια του νέου φορέα.

γ) Αφενός, δεν γίνεται καμμία αναφορά σε άλλες δυνάμεις που επίσης συγκροτούν το χώρο της Σοσιαλδημοκρατίας, όπως το ΠΟΤΑΜΙ, γεγονός όχι τυχαίο στο βαθμό που απειλεί εκλογικά τη Δημοκρατική Συμπαράταξη, δεδομένου ότι πρώην στελέχη του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ έχουν ενταχθεί στις τάξεις του, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν σαφείς ή σημαντικές ιδεολογικοπολιτικές διαφορές. Αφετέρου, η κριτική και η απόσταση που τηρείται ανάμεσα στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και στην αξιωματική αντιπολίτευση της ΝΔ του κ. Μητσοτάκη είναι ανισοβαρείς και μη ισοσκελισμένες. Αγνοείται έτσι το δεδομένο ότι για να κυβερνά σήμερα ο κάποτε μικρός ΣΥΡΙΖΑ σημαίνει ότι έχει ενσωματώσει δυνάμεις της Σοσιαλδημοκρατίας, όσο και της συντηρητικής παράταξης, που απλά διαψεύσθησαν και απογοητεύθηκαν από τη συγκυβέρνση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ τουλάχιστον κατά την περίοδο της κρίσης. Κατά συνέπεια, εκτιμώ ότι, με βάση τις υφιστάμενες συνθήκες δεν μπορεί να γίνεται συζήτηση για τη Σοσιαλδημοκρατία και για ενδεχόμενη κυβερνητική λύση προς αυτήν την κατεύθυνση χωρίς τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι δικαιολογημένη η κριτική που ασκείται στη διακυβέρνησή του, από την οποία ωστόσο αποσιαπάται το γεγονός της ανιέρης συμμαχίας του με τους ΑΝΕΛ όχι μόνον ως προς το σκέλος που αφορά την διατήρησή του στην εξουσία, αλλά και ως προς αυτό καθεαυτό το ιδεολογικοπολιτικό στίγμα των ΑΝΕΛ που συμπυκνώνει τον δεξιό εθνολαϊκισμό. Τρίτον, δίδεται η εντύπωση ότι η κριτική απέναντι στη ΝΔ του κ. Μητσοτάκη εξαντλείται απλώς σε ζητήματα διαχείρησης του υφιστάμενου συστήματος, υπονοώντας προφανώς ότι θα γίνεται καλύτερα από μια Σοσιαλδημοκρατική συγκυβέρνηση.

δ) Η τελευταία αυτή αίσθηση αποσιωπά το γεγονός ότι πολλά από τα σημεία που αναφέρονται στο ιδεολογικοπολιτικό πλαίσιο της Σοσιαλδημοκρατίας συνιστούν ρήξεις με τις σήμερα κρατούσες επιλογές σε ευρωπαϊκό επίπεδο, γεγονός που σημαίνει ότι οποιοδήποτε ευόδωση ενός ελληνικού σοσιαλδημοκρατικού εγχείρηματος με ευρωπαϊκό προσανατολισμό τελεί υπό την προϋπόθεση της αλλαγής των σημερινών πολιτικών δυνάμεων που κυβερνούν στην Ευρώπη και που την αποπροσανατολίζουν από τις αρχές και τα ιδεώδη της, όπως έχει αποδειχθεί όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης στο οικονομικό (ύφεση), κοινωνικό (ανεργία και κοινωνικές ανισότητες) και πολιτικό (άνοδος ακροδεξιών κομμάτων) επίπεδο, αλλά και πρόσφατα στη διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος (εθνικισμός).

Αντιλαμβάνομαι ότι όλα τα παραπάνω θέτουν περαιτέρω δυσκολίες στο ήδη δύσκολο εγχείρημα. Φοβάμαι όμως ότι αν εξακολουθήσουν να αποσιωπούνται ή να αγνοούνται το εγχείρημα θα αποτύχει και αυτή τη φορά, όπως και τις προηγούμενες, για τους ίδιους λόγους.