Ανάλυση κινδύνου για την ανασυγκρότηση της Σοσιαλδημοκρατίας

του Θεόδωρου Ν. Τσέκου

Θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως επαγγελματική διαστροφή, όμως η ακαδημαϊκή και πρακτική ενασχόληση με το μάνατζμεντ προσανατολίζουν την σκέψη, από την αρχή δεδομένου εγχειρήματος,  στις πιθανότητες αποτυχίας του.

Το εγχείρημα ανασυγκρότησης της Σοσιαλδημοκρατίας είναι μείζον. Τα πολιτικά του διακυβεύματα είναι σημαντικά και οι ενδεχόμενες επιπτώσεις τους, κοινωνικά  και οικονομικά βαρύνουσες. Για τούτο ίσως  -κατ’ αναλογία-  και οι ελλοχεύοντες για την ευόδωσή του κίνδυνοι μοιάζουν αυξημένοι. Πολλοί από όσους μετέχουν στο εγχείρημα τους διαισθάνονται, αρκετοί τους συζητούν, κάποιοι ήδη τους βιώνουν (βλ. μαρτυρίες από τις πρόσφατες τριμερείς εκδηλώσεις). Το σύντομο αυτό σημείωμα δεν κομίζει λοιπόν γλαύκα εις Αθήνας. Επιχειρεί να καταγράψει διάχυτους προβληματισμούς και φόβους. Προς διευκόλυνση της συζήτησης και για την αναζήτηση πιθανών λύσεων.

  1. Οι μετέχοντες στις ΚΠ, κατά τεκμήριο, φαίνεται να συμφωνούν ότι το εγχείρημα της σοσιαλδημοκρατικής ανασυγκρότησης δεν μπορεί και δεν πρέπει να περιορίζεται στο οργανωτικό και το εκλογικό πεδίο. Σε μιά τέτοια περίπτωση χάνει την ουσία του. Το ζητούμενο από μια νέα σοσιαλδημοκρατία είναι κάτι πολύ ευρύτερο: η διαμόρφωση ενός καινούργιου υποδείγματος κοινωνικό-οικονομικής ανάπτυξης και διακυβέρνησης. Μιας πρότασης προοδευτικής πολιτικής για τον 21ο αιώνα. Η σοσιαλδημοκρατική ανασυγκρότηση, για να υπάρξει, πρέπει λοιπόν να είναι κατ’ αρχήν ιδεολογική και προγραμματική. Ο κίνδυνος εδώ βρίσκεται στο ότι αρκετοί από τους μετέχοντες στο ευρύτερο εγχείρημα έχουν αποκλειστικά και μόνο στενά οργανωτικές και εκλογικές στοχεύσεις.
  2. Ορίζοντας της ανασυγκρότησης δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι η ελληνική πολιτική σκηνή. Ούτε ασφαλώς η ιδεολογική ζύμωση και οι προγραμματικές αναζητήσεις αλλά ούτε καν τα πολιτικά διακυβεύματα δεν περιορίζονται πλέον σε εθνικά πλαίσια. Ο διάλογος για την σοσιαλδημοκρατία στην Ελλάδα αποκτά νόημα και προοπτική ως μέρος ενός ευρύτερου  διαλόγου για την ευρωπαϊκή προοδευτική πολιτική. Άλλωστε η κρίση της σοσιαλδημοκρατίας αφορά την Ευρώπη συνολικά. Ο κίνδυνος έγκειται στο ότι για κάποιους από τους μετέχοντες  -και δεν αναφέρομαι βέβαια στις ΚΠ- ο ορίζοντας του εγχειρήματος  εξαντλείται στην ελληνική πολιτική σκηνή, αν όχι στα όρια της εκλογικής τους περιφέρειας.
  3. Η προγραμματική σύγκλιση συνεπάγεται ανοικτό διάλογο χωρίς a priori αποκλεισμούς. Κριτήριο συστράτευσης δεν μπορεί να αποτελεί η προέλευση αλλά ο προορισμός. Ανεξαρτήτως του αν η πολιτική πορεία ορισμένων οριοθετείται ιστορικά από τις σοσιαλιστικές ιδέες ή αν άλλοι, με αναφορές στην ριζοσπαστική αριστερά, προσεγγίζουν σταδιακά, εμπειρικά (και πρόσφατα) τον ορθολογισμό και την νηφαλιότητα της σοσιαλδημοκρατίας, αυτό που πρέπει να τους συνδέσει είναι η επεξεργασία εφαρμοσμένων  πολιτικών σε προοδευτική κατεύθυνση. Κριτήριο  συμπόρευσης είναι η ειλικρινής  αναζήτηση ενώ κριτήριο αποφυγής η προσχηματική χρήση της ιδεολογικής και προγραμματικής ανανέωσης. Και η στοιχειώδης ακόμη πολιτική εμπειρία επιτρέπει εύκολα μια τέτοια διάγνωση. Ο κίνδυνος εδώ ελλοχεύει στον ενδεχόμενο αυτοπροσδιορισμό του εγχειρήματος ως «αντί-».  Η συγκρότησή του, δηλαδή, στη βάση αντιθέσεων και όχι συνθέσεων.
  4. Το εγχείρημα για να είναι γόνιμο και βιώσιμο πρέπει να βρίσκεται σε μία προοπτική διακυβέρνησης. Η ιδεολογική και προγραμματική ανανέωση θα προέλθει μόνο μέσα από τον σχεδιασμό και την δοκιμασία εφαρμοσμένων πολιτικών σε έναν συστηματικό διάλογο με την κοινωνία και την παραγωγή. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την δυναμική ενεργού συμμετοχής στην άσκηση εξουσίας. Διαφορετικά η προσπάθεια θα εκφυλιστεί στο επίπεδο της λέσχης συζητήσεων και θα αποδειχθεί, για πολλοστή φορά τα τελευταία χρόνια, θνησιγενής. Ωστόσο εναλλακτικές τρέχουσας διακυβέρνησης δεν υπάρχουν πολλές. Τα μείζονα : οι κατευθύνσεις της δημοσιονομικής πολιτικής, της οικονομικής πολιτικής, των διοικητικών μεταρρυθμίσεων είναι σχεδόν δεδομένα και υπαγορεύονται από την δυσχερή θέση της χώρας. Αυτά που μπορούν να διαφέρουν είναι ίσως το μίγμα των πολιτικών αλλά κυρίως η διάθεση τομών και συγκρούσεων. Ο κίνδυνος έγκειται στο ότι  η κυβερνητική προοπτική γεννά την πολυσυλλεκτικότητα και αυτή μειώνει την διάθεση ρήξεων .  Οι ΚΠ πρέπει να μετέχουν στην τρέχουσες πολιτικές και  εκλογικές διεργασίες. Αν όμως το κέντρο βάρους των ζυμώσεων εστιαστεί στην συγκυρία και μόνον (νέος φορέας, εκλογικές συμμαχίες κλπ) τότε θα περιοριστεί το εύρος της προγραμματικής συζήτησης και  της ανανέωσης των ιδεών. Κάτι τέτοιο θα υποσκάψει (αν όχι ενταφιάσει) την ουσία του εγχειρήματος.
  5. Η αναγκαία συμμετοχή των ΚΠ -αλλά και του ευρύτερου χώρου- στην εκλογική κονίστρα ισορροπεί ανάμεσα σε δύο αντιφατικές δυναμικές: μια βραχυπρόθεσμη και μία μεσο-μακροπρόθεσμη. Η πρώτη αφορά την επιβίωση και η δεύτερη την ανάπτυξη. Η επιβίωση συνδέεται με την συγκράτηση των έσχατων εκλογικών εφεδρειών του μεταπολιτευτικού σοσιαλδημοκρατικού κέντρου. Η ανάπτυξη αφορά την σύνδεση (ή επανασύνδεση) με την μεγάλη μάζα ευρύτερων δυνάμεων του μεσαίου προοδευτικού χώρου. Οι τελευταίες αυτές, λόγω των πρόσφατων τεκτονικών ανατροπών του μεταπολιτευτικού πολιτικού σκηνικού, κινήθηκαν αριστερότερα ελκόμενες από ένα μίγμα λαϊκίστικων υπεραπλουστεύσεων και καθησυχαστικών βεβαιοτήτων αλλά και μιάς βαθειάς και ειλικρινούς ανάγκης πολιτικής ανανέωσης. Η παράλληλη επικοινωνία και με τους δύο παραπάνω χώρους γεννά τους κινδύνους της ασταθούς ισορροπίας ανάμεσα σε δύο βάρκες. Ο μεγαλύτερος εξ αυτών είναι η ταυτόχρονη άπωση και των δύο : η ρήξη με τις (κουρασμένες, λιγοστές αλλά αναγκαίες) εφεδρείες    -λόγω της αμφισβήτησης του παρελθόντος-  και η μη προσέλκυση του ευρύτερου σώματος  -λόγω της ανεπαρκούς αμφισβήτησης του παρελθόντος.
  6. Προγραμματική επεξεργασία δεν σημαίνει κατάλογος γενικών κατευθύνσεων και θέσεων. Σημαίνει αναλυτικός και τεκμηριωμένος σχεδιασμός τομεακών πολιτικών. Σημαίνει κάτι όσο το δυνατόν εγγύτερα σε άμεσα εφαρμόσιμο πρόγραμμα διακυβέρνησης: λεπτομερές, χρονοπρογραμματισμένο, με εκτίμηση και έλεγχο διαθεσιμότητας των αναγκαίων πόρων. Μια τέτοια επεξεργασία τεκμηριωμένων πολιτικών (evidence based policymaking) απαιτεί χρόνο, συστηματική ποσοτική και ποιοτική ανάλυση, διάλογο όχι μόνο με εμπειρογνώμονες αλλά και με τους χειριστές εντός της διοίκησης και με τους χρήστες του δημοσίου προϊόντος. Η συνήθης πρακτική των ελληνικών –και όχι μόνο- κομμάτων είναι διαφορετική: παραγωγή συνοπτικών θέσεων με βάση την εμπειρία και την διαίσθηση ειδικών (educated guess). O κίνδυνος έγκειται λοιπόν στο να ακολουθηθεί η πεπατημένη: να διαμορφωθεί τυχαία, ευκαιριακά και συμπιληματικά, ένας αναλώσιμος κατάλογος θέσεων προεκλογικής χρήσης.

Ο παραπάνω κατάλογος σίγουρα δεν είναι εξαντλητικός. Μπορεί να συμπληρωθεί. Σε κάθε περίπτωση όμως την ανάλυση του κινδύνου (risk analysis) πρέπει να ακολουθήσει η διαχείρισή του (risk management). Και αυτή ακριβώς πρέπει να αποτελέσει το περιεχόμενο συστηματικού πολιτικού διαλόγου και συλλογικών επεξεργασιών. Στις ΚΠ και ευρύτερα.